- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γραμμή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 수학 로마알파벳 전사: grammē 고전 발음: [람메:] 신약 발음: [람메]

기본형: γραμμή

형태분석: γραμμ (어간) + η (어미)

어원: γράφω

  1. 모양, 윤곽
  1. a stroke or line of a pen, a line as in mathematical figures, (in forming letters) a line traced by a teacher
  2. an outline

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐμπεποίηκε, δόξας δὲ καὶ πίστεις καὶ τὸ φανταστικὸν καὶ τὸ παθητικὸν ὑπὸ τῶν περὶ τὸ σῶμα ποιοτήτων, ὃ οὐκ ἄν τις ἐκ μονάδων οὐδὲ γραμμῶν οὐδ ἐπιφανειῶν ἁπλῶς νοήσειεν ἐγγινόμενον. (Plutarch, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 4 1:1)

    (플루타르코스, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 4 1:1)

  • δόξας δὲ καὶ πίστεις καὶ τὸ φανταστικὸν καὶ τὸ παθητικὸν ὑπὸ τῶν περὶ τὸ σῶμα ποιοτήτων, ὃ οὐκ ἄν τις ἐκ μονάδων οὐδὲ γραμμῶν οὐδ ἐπιφανειῶν ἁπλῶς νοήσειεν ἐγγιγνόμενον. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 23 1:3)

    (플루타르코스, De animae procreatione in Timaeo, section 23 1:3)

  • τὴν γὰρ ἀγαπωμένην ταύτην καὶ περιβόητον ὀργανικὴν ἤρξαντο μὲν κινεῖν οἱ περὶ Εὔδοξον καὶ Ἀρχύταν, ποικίλλοντες τῷ γλαφυρῷ γεωμετρίαν, καὶ λογικῆς καὶ γραμμικῆς ἀποδείξεως οὐκ εὐποροῦντα προβλήματα δι αἰσθητῶν καὶ ὀργανικῶν παραδειγμάτων ὑπερείδοντες, ὡς τὸ περὶ δύο μέσας ἀνὰ λόγον πρόβλημα καὶ στοιχεῖον ἐπὶ πολ λὰ τῶν γραφομένων ἀναγκαῖον εἰς ὀργανικὰς ἐξῆγον ἀμφότεροι κατασκευάς, μεσογράφους τινὰς ἀπὸ καμπύλων γραμμῶν καὶ τμημάτων μεθαρμόζοντες: (Plutarch, Marcellus, chapter 14 5:1)

    (플루타르코스, Marcellus, chapter 14 5:1)

  • διὸ καὶ ἡ τοῦ κύκλου μάλιστα μία τῶν γραμμῶν, ὅτι ὅλη καὶ τέλειός ἐστιν. (Aristotle, Metaphysics, Book 5 81:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 5 81:1)

  • εἴ γε μὴν γραμμὰς ἢ τὰ τούτων ἐχόμενα λέγω δὲ ἐπιφανείας τὰς πρώτας θήσει τις ἀρχάς, ταῦτά γ οὐκ εἰσὶν οὐσίαι χωρισταί, τομαὶ δὲ καὶ διαιρέσεις αἱ μὲν ἐπιφανειῶν αἱ δὲ σωμάτων αἱ δὲ στιγμαὶ γραμμῶν, ἔτι δὲ πέρατα τῶν αὐτῶν τούτων: (Aristotle, Metaphysics, Book 11 30:3)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 11 30:3)

유의어

  1. 모양

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION