- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φηγός?

2군 변화 명사; 여성 식물 로마알파벳 전사: phēgos 고전 발음: [페:고] 신약 발음: [페고]

기본형: φηγός φηγοῦ

형태분석: φηγ (어간) + ος (어미)

어원: φαγεῖν

  1. 참나무
  2. 도토리
  1. oak
  2. acorn

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 φηγός

참나무가

φηγώ

참나무들이

φηγοί

참나무들이

속격 φηγοῦ

참나무의

φηγοῖν

참나무들의

φηγῶν

참나무들의

여격 φηγῷ

참나무에게

φηγοῖν

참나무들에게

φηγοῖς

참나무들에게

대격 φηγόν

참나무를

φηγώ

참나무들을

φηγούς

참나무들을

호격 φηγέ

참나무야

φηγώ

참나무들아

φηγοί

참나무들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ χορὸν εὐκελάδων δονάκων ἐπὶ φηγὸν ἐρείσας μήπω πολλὰ καμοῦσαν ἑὴν ἀνέκοπτεν ἀοιδήν. (Colluthus, Rape of Helen, book 162)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 162)

  • καίτοι τί ἂν ἐποίησας, εἴ σοι ἡ τῆς Ἀργοῦς τρόπις ἐλάλησεν ὥσπερ ποτέ, ἢ ἡ φηγὸς ἐν Δωδώνῃ αὐτόφωνος ἐμαντεύσατο, ἢ εἰ βύρσας εἶδες ἑρπούσας καὶ βοῶν κρέα μυκώμενα ἡμίοπτα ^ περιπεπαρμένα τοῖς ὀβελοῖς· (Lucian, Gallus, (no name) 2:8)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 2:8)

  • οὐ γὰρ φιληδῶ μάχαις, ἀλλὰ πρὸς πῦρ διέλκων μετ ἀνδρῶν ἑταίρων φίλων, ἐκκέας τῶν ξύλων ἅττ ἂν ᾖ δανότατα τοῦ θέρους ἐκπεπρισμένα, κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου τήν τε φηγὸν ἐμπυρεύων, χἄμα τὴν Θρᾷτταν κυνῶν τῆς γυναικὸς λουμένης. (Aristophanes, Peace, Parabasis, strophe 12)

    (아리스토파네스, Peace, Parabasis, strophe 12)

  • βαλάνου δὲ γευσάμενοι καὶ φαγόντες ἐχόρευσαν ὑφ ἡδονῆς περὶ δρῦν τινα καὶ φηγόν, ζείδωρον καὶ μητέρα καὶ τροφὸν ἀποκαλοῦντες: (Plutarch, De esu carnium I, chapter, section 2 8:3)

    (플루타르코스, De esu carnium I, chapter, section 2 8:3)

  • "φηγούς, κάρυα Καρύστια. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 38 1:9)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 38 1:9)

  • τὰ μέρη δ ἡμῶν χἠ σύνταξις τοῦ βίου ἐστὶν κύαμος, θέρμος, λάχανον, γογγυλίς, ὦχρος, λάθυρος, φηγός, βολβός, τέττιξ, ἐρέβινθος, ἀχράς, τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοὶ μελέδημ ἰσχάς, Φρυγίας εὑρήματα συκῆς. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 44 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 44 2:3)

  • πολλὴ μὲν γὰρ ἐλάτη πέφυκεν οὐρανομήκης ἐν αὐτῇ, πολλὴ δὲ αἴγειρος, πολλὴ δὲ πίειρα πεύκη ὀξύη τε καὶ πίτυς καὶ φηγὸς ἀμφιλαφὴς καὶ μελίαι ταῖς διαρρεούσαις λιβάσι πιαινόμεναι, καὶ πᾶσα ἄλλη βαθεῖα συνυφαινομένη τοῖς κλάδοις ὕλη σκιερὸν ἀποτελοῦσα δἰ ὅλης ἡμέρας τὸ ὄρος. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 20, chapter 15 2:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 20, chapter 15 2:2)

  • ἱκανὰ δέ μοι τροφὴν παρασχεῖν καὶ μῆλα καὶ κέγχροι καὶ κριθαὶ καὶ ὄροβοι καὶ τὰ εὐτελέστατα τῶν ὀσπρίων καὶ φηγὸς ὑπὸ τῇ τέφρᾳ καὶ ὁ τῆς κρανείας καρπός, ᾗ φησιν Ὅμηρος εὐωχεῖν τοὺς τοῦ Ὀδυσσέως ἑταίρους τὴν Κίρκην, ὑφ ὧν ἀντέχει τρεφόμενα καὶ τὰ μέγιστα θηρία. (Dio, Chrysostom, Orationes, 74:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 74:2)

  • γῆς δὲ τῆς Θεσπρωτίδος ἔστι μέν που καὶ ἄλλα θέας ἄξια, ἱερόν τε Διὸς ἐν Δωδώνῃ καὶ ἱερὰ τοῦ θεοῦ φηγός: (Pausanias, Description of Greece, , chapter 17 8:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 17 8:1)

유의어

  1. 참나무

  2. 도토리

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION