Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐτρεπίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐτρεπίζω

Structure: εὐτρεπίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make ready, get ready, to restore, to be made ready, to get ready for oneself, of one's own
  2. to win over, conciliate

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular εὐτρεπίζω εὐτρεπίζεις εὐτρεπίζει
Dual εὐτρεπίζετον εὐτρεπίζετον
Plural εὐτρεπίζομεν εὐτρεπίζετε εὐτρεπίζουσιν*
SubjunctiveSingular εὐτρεπίζω εὐτρεπίζῃς εὐτρεπίζῃ
Dual εὐτρεπίζητον εὐτρεπίζητον
Plural εὐτρεπίζωμεν εὐτρεπίζητε εὐτρεπίζωσιν*
OptativeSingular εὐτρεπίζοιμι εὐτρεπίζοις εὐτρεπίζοι
Dual εὐτρεπίζοιτον εὐτρεπιζοίτην
Plural εὐτρεπίζοιμεν εὐτρεπίζοιτε εὐτρεπίζοιεν
ImperativeSingular εὐτρέπιζε εὐτρεπιζέτω
Dual εὐτρεπίζετον εὐτρεπιζέτων
Plural εὐτρεπίζετε εὐτρεπιζόντων, εὐτρεπιζέτωσαν
Infinitive εὐτρεπίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
εὐτρεπιζων εὐτρεπιζοντος εὐτρεπιζουσα εὐτρεπιζουσης εὐτρεπιζον εὐτρεπιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular εὐτρεπίζομαι εὐτρεπίζει, εὐτρεπίζῃ εὐτρεπίζεται
Dual εὐτρεπίζεσθον εὐτρεπίζεσθον
Plural εὐτρεπιζόμεθα εὐτρεπίζεσθε εὐτρεπίζονται
SubjunctiveSingular εὐτρεπίζωμαι εὐτρεπίζῃ εὐτρεπίζηται
Dual εὐτρεπίζησθον εὐτρεπίζησθον
Plural εὐτρεπιζώμεθα εὐτρεπίζησθε εὐτρεπίζωνται
OptativeSingular εὐτρεπιζοίμην εὐτρεπίζοιο εὐτρεπίζοιτο
Dual εὐτρεπίζοισθον εὐτρεπιζοίσθην
Plural εὐτρεπιζοίμεθα εὐτρεπίζοισθε εὐτρεπίζοιντο
ImperativeSingular εὐτρεπίζου εὐτρεπιζέσθω
Dual εὐτρεπίζεσθον εὐτρεπιζέσθων
Plural εὐτρεπίζεσθε εὐτρεπιζέσθων, εὐτρεπιζέσθωσαν
Infinitive εὐτρεπίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
εὐτρεπιζομενος εὐτρεπιζομενου εὐτρεπιζομενη εὐτρεπιζομενης εὐτρεπιζομενον εὐτρεπιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Σαβῖνοι μὲν δὴ ταῦτα βουλευσάμενοι καὶ διαλυθέντεσ κατὰ τὰσ πόλεισ τὰ πρὸσ τὸν πόλεμον ηὐτρεπίζοντο, ὡσ εἰσ νέωτα ἐπὶ τὴν Ῥώμην πολλῇ χειρὶ ἐλάσοντεσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 36 6:2)

Synonyms

  1. to make ready

  2. to win over

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION