Ancient Greek-English Dictionary Language

κατευτρεπίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κατευτρεπίζω κατευτρεπιῶ

Structure: κατ (Prefix) + εὐτρεπίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to put in order again

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατευτρεπίζω κατευτρεπίζεις κατευτρεπίζει
Dual κατευτρεπίζετον κατευτρεπίζετον
Plural κατευτρεπίζομεν κατευτρεπίζετε κατευτρεπίζουσιν*
SubjunctiveSingular κατευτρεπίζω κατευτρεπίζῃς κατευτρεπίζῃ
Dual κατευτρεπίζητον κατευτρεπίζητον
Plural κατευτρεπίζωμεν κατευτρεπίζητε κατευτρεπίζωσιν*
OptativeSingular κατευτρεπίζοιμι κατευτρεπίζοις κατευτρεπίζοι
Dual κατευτρεπίζοιτον κατευτρεπιζοίτην
Plural κατευτρεπίζοιμεν κατευτρεπίζοιτε κατευτρεπίζοιεν
ImperativeSingular κατευτρέπιζε κατευτρεπιζέτω
Dual κατευτρεπίζετον κατευτρεπιζέτων
Plural κατευτρεπίζετε κατευτρεπιζόντων, κατευτρεπιζέτωσαν
Infinitive κατευτρεπίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατευτρεπιζων κατευτρεπιζοντος κατευτρεπιζουσα κατευτρεπιζουσης κατευτρεπιζον κατευτρεπιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατευτρεπίζομαι κατευτρεπίζει, κατευτρεπίζῃ κατευτρεπίζεται
Dual κατευτρεπίζεσθον κατευτρεπίζεσθον
Plural κατευτρεπιζόμεθα κατευτρεπίζεσθε κατευτρεπίζονται
SubjunctiveSingular κατευτρεπίζωμαι κατευτρεπίζῃ κατευτρεπίζηται
Dual κατευτρεπίζησθον κατευτρεπίζησθον
Plural κατευτρεπιζώμεθα κατευτρεπίζησθε κατευτρεπίζωνται
OptativeSingular κατευτρεπιζοίμην κατευτρεπίζοιο κατευτρεπίζοιτο
Dual κατευτρεπίζοισθον κατευτρεπιζοίσθην
Plural κατευτρεπιζοίμεθα κατευτρεπίζοισθε κατευτρεπίζοιντο
ImperativeSingular κατευτρεπίζου κατευτρεπιζέσθω
Dual κατευτρεπίζεσθον κατευτρεπιζέσθων
Plural κατευτρεπίζεσθε κατευτρεπιζέσθων, κατευτρεπιζέσθωσαν
Infinitive κατευτρεπίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατευτρεπιζομενος κατευτρεπιζομενου κατευτρεπιζομενη κατευτρεπιζομενης κατευτρεπιζομενον κατευτρεπιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατευτρεπίω κατευτρεπίεις κατευτρεπίει
Dual κατευτρεπίειτον κατευτρεπίειτον
Plural κατευτρεπίουμεν κατευτρεπίειτε κατευτρεπίουσιν*
OptativeSingular κατευτρεπίοιμι κατευτρεπίοις κατευτρεπίοι
Dual κατευτρεπίοιτον κατευτρεπιοίτην
Plural κατευτρεπίοιμεν κατευτρεπίοιτε κατευτρεπίοιεν
Infinitive κατευτρεπίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατευτρεπιων κατευτρεπιουντος κατευτρεπιουσα κατευτρεπιουσης κατευτρεπιουν κατευτρεπιουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατευτρεπίουμαι κατευτρεπίει, κατευτρεπίῃ κατευτρεπίειται
Dual κατευτρεπίεισθον κατευτρεπίεισθον
Plural κατευτρεπιοῦμεθα κατευτρεπίεισθε κατευτρεπίουνται
OptativeSingular κατευτρεπιοίμην κατευτρεπίοιο κατευτρεπίοιτο
Dual κατευτρεπίοισθον κατευτρεπιοίσθην
Plural κατευτρεπιοίμεθα κατευτρεπίοισθε κατευτρεπίοιντο
Infinitive κατευτρεπίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατευτρεπιουμενος κατευτρεπιουμενου κατευτρεπιουμενη κατευτρεπιουμενης κατευτρεπιουμενον κατευτρεπιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to put in order again

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION