Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐτελής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐτελής εὐτελές

Structure: εὐτελη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: te/los

Sense

  1. easily paid for, cheap, more cheaply, at a cheap rate
  2. mean, paltry, worthless, paltry, requiring no exertion
  3. thrifty, frugal

Examples

  • δἰ ὃν κατακλυζομένην γῆν πάλιν διέσωσε σοφία, δἰ εὐτελοῦσ ξύλου τὸν δίκαιον κυβερνήσασα. (Septuagint, Liber Sapientiae 10:4)
  • μέσοσ ἐν τοσούτῳ χρόνοσ, καὶ πολυπραγμονεῖταί σου ἅπασ ὁ παρεληλυθὼσ βίοσ, κἂν μέν τισ ἢ πολίτησ ὑπὸ φθόνου ἢ γείτων ἔκ τινοσ εὐτελοῦσ αἰτίασ προσκεκρουκὼσ ἀνακρινόμενοσ εἴπῃ μοιχὸν ἢ παιδεραστήν, τοῦτ’ ἐκεῖνο, ἐκ τῶν Διὸσ δέλτων ὁ μάρτυσ, ἂν δὲ πάντεσ ἅμα ἑξῆσ ἐπαινῶσιν, ὕποπτοι καὶ ἀμφίβολοι καὶ δεδεκασμένοι. (Lucian, De mercede, (no name) 12:3)
  • τῆσ μὲν προτέρασ ὑπεριδὼν ὡσ εὐτελοῦσ καὶ ταπεινῆσ καὶ πολλὰ οὐ δυνησομένησ τοὺσ ἀναγινώσκοντασ ὠφελῆσαι· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 62)
  • Ἀντιφάνησ δ’ ἐν Παρασίτῳ ὡσ εὐτελοῦσ βρώματοσ τῆσ κράμβησ μέμνηται ἐν τούτοισ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 10 1:2)
  • "ἕλοιτο γὰρ ἂν τισ εὖ φρονῶν μυριάκισ ἀποθανεῖν ἢ οὕτωσ εὐτελοῦσ διαίτησ μεταλαβεῖν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 158)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION