- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐλαβής?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: eulabēs 고전 발음: [라베:] 신약 발음: [라베]

기본형: εὐλαβής εὐλαβές

형태분석: εὐλαβη (어간) + ς (어미)

어원: λαβεῖν

  1. 세게 잡는, 경계하고 있는, 조심하는
  2. 독실한, 경건한, 신앙심이 깊은, 순수한, 거룩한
  1. taking hold well, holding fast: - , undertaking prudently, discreet, cautions, circumspect
  2. over-cautious
  3. reverent, pious, religious, devout
  4. easy to get hold of

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 εὐλαβής

세게 잡는 (이)가

εὔλαβες

세게 잡는 (것)가

속격 εὐλαβούς

세게 잡는 (이)의

εὐλάβους

세게 잡는 (것)의

여격 εὐλαβεί

세게 잡는 (이)에게

εὐλάβει

세게 잡는 (것)에게

대격 εὐλαβή

세게 잡는 (이)를

εὔλαβες

세게 잡는 (것)를

호격 εὐλαβές

세게 잡는 (이)야

εὔλαβες

세게 잡는 (것)야

쌍수주/대/호 εὐλαβεί

세게 잡는 (이)들이

εὐλάβει

세게 잡는 (것)들이

속/여 εὐλαβοίν

세게 잡는 (이)들의

εὐλάβοιν

세게 잡는 (것)들의

복수주격 εὐλαβείς

세게 잡는 (이)들이

εὐλάβη

세게 잡는 (것)들이

속격 εὐλαβών

세게 잡는 (이)들의

εὐλάβων

세게 잡는 (것)들의

여격 εὐλαβέσι(ν)

세게 잡는 (이)들에게

εὐλάβεσι(ν)

세게 잡는 (것)들에게

대격 εὐλαβείς

세게 잡는 (이)들을

εὐλάβη

세게 잡는 (것)들을

호격 εὐλαβείς

세게 잡는 (이)들아

εὐλάβη

세게 잡는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ Πενία δ ἔμπαλιν ἰξώδης τε καὶ εὐλαβὴς καὶ μυρία τὰ ἄγκιστρα ἐκπεφυκότα ἐξ ἅπαντος τοῦ σώματος ἔχουσα, ὡς πλησιάσαντας εὐθὺς ἔχεσθαι καὶ μὴ ἔχειν ῥᾳδίως ἀπολυθῆναι. (Lucian, Timon, (no name) 29:2)

    (루키아노스, Timon, (no name) 29:2)

  • δεῖ δὲ τὰ αἰσχρὰ φεύγειν καὶ αἰδεῖσθαι, τὸ δὲ πρὸς πᾶσαν ἀδοξίαν εὐλαβὲς ἐπιεικοῦς μὲν ἤθους καὶ ἁπαλοῦ, μέγεθος δὲ οὐκ ἔχοντος. (Plutarch, Comparison of Timoleon and Aemilius, chapter 2 6:2)

    (플루타르코스, Comparison of Timoleon and Aemilius, chapter 2 6:2)

  • ἦν δὲ καὶ φιλότιμος μὲν καὶ μεγαλόφρων ὁ Κλεομένης καὶ πρὸς ἐγκράτειαν καὶ ἀφέλειαν οὐχ ἧττον τοῦ Ἄγιδος εὖ πεφυκώς, τὸ δὲ εὐλαβὲς ἄγαν ἐκεῖνο καὶ πρᾶον οὐκ εἶχεν, ἀλλὰ κέντρον τι θυμοῦ τῇ φύσει προσέκειτο καὶ μετὰ σφοδρότητος ὁρμὴ πρὸς τὸ φαινόμενον ἀεὶ καλόν, ἐφαίνετο δὲ κάλλιστον μὲν αὐτῷ κρατεῖν ἑκόντων, καλὸν δὲ καὶ μὴ πειθομένων περιεῖναι πρὸς τὸ βέλτιον ἐκβιαζόμενον. (Plutarch, Cleomenes, chapter 1 3:1)

    (플루타르코스, Cleomenes, chapter 1 3:1)

  • ἔπειτα δ ὅτι τὸ τρήρωνες μόνων ἐδέξαντο εἶναι ἐπίθετον πελειάδων, ἐπεὶ διὰ τὴν ἀσθένειαν εὐλαβὴς ἡ ὄρνις αὕτη τρεῖν δ ἐστὶ τὸ εὐλαβεῖσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 79 5:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 79 5:2)

  • ὁ γὰρ ἐν οἷς οὐδὲν ἐδόκει δεινὸν εἶναι καιροῖς εὐλαβὴς φαινόμενος καὶ δυσέλπιστος τότε πάντων καταβεβληκότων ἑαυτοὺς εἰς ἀπέραντα πένθη καὶ ταραχὰς ἀπράκτους, μόνος ἐφοίτα διὰ τῆς πόλεως πρᾴῳ βαδίσματι καὶ προσώπῳ καθεστῶτι καὶ φιλανθρώπῳ προσαγορεύσει, κοπετούς τε γυναικείους ἀφαιρῶν καὶ συστάσεις εἴργων τῶν εἰς τὸ δημόσιον ἐπὶ κοινοῖς ὀδυρμοῖς ἐκφερομένων, βουλήν τε συνελθεῖν ἔπεισε καὶ παρεθάρσυνε τὰς ἀρχάς, αὐτὸς ὢν καὶ ῥώμη καὶ δύναμις ἀρχῆς ἁπάσης πρὸς ἐκεῖνον ἀποβλεπούσης. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 17 5:1)

    (플루타르코스, Fabius Maximus, chapter 17 5:1)

  • οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Περικλῆς περὶ τὸν λόγον εὐλαβὴς ἦν, ὥστ ἀεὶ πρὸς τὸ βῆμα βαδίζων εὔχετο τοῖς θεοῖς μηδὲ ῥῆμα μηδὲν ἐκπεσεῖν ἄκοντος αὐτοῦ πρὸς τὴν προκειμένην χρείαν ἀνάρμοστον. (Plutarch, , chapter 8 4:3)

    (플루타르코스, , chapter 8 4:3)

  • ἃ δὲ φύσει μὴ προσῆν αὐτῷ, καὶ ταῦτα μιμούμενος ἐπιστεύετο μᾶλλον τῶν ἐχόντων, ὡς εὐλαβὴς καὶ κόσμιος ἀνὴρ καὶ μάλιστα δὴ τὸ ἴσον ἀγαπῶν, καὶ δυσχεραίνων εἴ τις τὰ παρόντα κινοίη καὶ νεωτέρων ὀρέγοιτο: (Plutarch, , chapter 29 3:1)

    (플루타르코스, , chapter 29 3:1)

유의어

  1. over-cautious

  2. 독실한

    • ὅσιος (독실한, 경건한, 신앙심이 깊은)
  3. easy to get hold of

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION