헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐδοκιμέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὐδοκιμέω

형태분석: εὐδοκιμέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: the augm. is omitted in ionic

  1. 구별되다, 유명하게 하다, 저명하다, 빛나게 하다, 두드러지다, 저명하게 만들다, 유명하게 만들다, 차별화되다
  1. to be of good repute, to be held in esteem, honoured, famous, popular, to be distinguished, to have influence

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐδοκιμῶ

(나는) 구별되다

εὐδοκιμεῖς

(너는) 구별되다

εὐδοκιμεῖ

(그는) 구별되다

쌍수 εὐδοκιμεῖτον

(너희 둘은) 구별되다

εὐδοκιμεῖτον

(그 둘은) 구별되다

복수 εὐδοκιμοῦμεν

(우리는) 구별되다

εὐδοκιμεῖτε

(너희는) 구별되다

εὐδοκιμοῦσιν*

(그들은) 구별되다

접속법단수 εὐδοκιμῶ

(나는) 구별되자

εὐδοκιμῇς

(너는) 구별되자

εὐδοκιμῇ

(그는) 구별되자

쌍수 εὐδοκιμῆτον

(너희 둘은) 구별되자

εὐδοκιμῆτον

(그 둘은) 구별되자

복수 εὐδοκιμῶμεν

(우리는) 구별되자

εὐδοκιμῆτε

(너희는) 구별되자

εὐδοκιμῶσιν*

(그들은) 구별되자

기원법단수 εὐδοκιμοῖμι

(나는) 구별되기를 (바라다)

εὐδοκιμοῖς

(너는) 구별되기를 (바라다)

εὐδοκιμοῖ

(그는) 구별되기를 (바라다)

쌍수 εὐδοκιμοῖτον

(너희 둘은) 구별되기를 (바라다)

εὐδοκιμοίτην

(그 둘은) 구별되기를 (바라다)

복수 εὐδοκιμοῖμεν

(우리는) 구별되기를 (바라다)

εὐδοκιμοῖτε

(너희는) 구별되기를 (바라다)

εὐδοκιμοῖεν

(그들은) 구별되기를 (바라다)

명령법단수 εὐδοκίμει

(너는) 구별되어라

εὐδοκιμείτω

(그는) 구별되어라

쌍수 εὐδοκιμεῖτον

(너희 둘은) 구별되어라

εὐδοκιμείτων

(그 둘은) 구별되어라

복수 εὐδοκιμεῖτε

(너희는) 구별되어라

εὐδοκιμούντων, εὐδοκιμείτωσαν

(그들은) 구별되어라

부정사 εὐδοκιμεῖν

구별되는 것

분사 남성여성중성
εὐδοκιμων

εὐδοκιμουντος

εὐδοκιμουσα

εὐδοκιμουσης

εὐδοκιμουν

εὐδοκιμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐδοκιμοῦμαι

(나는) 구별되여지다

εὐδοκιμεῖ, εὐδοκιμῇ

(너는) 구별되여지다

εὐδοκιμεῖται

(그는) 구별되여지다

쌍수 εὐδοκιμεῖσθον

(너희 둘은) 구별되여지다

εὐδοκιμεῖσθον

(그 둘은) 구별되여지다

복수 εὐδοκιμούμεθα

(우리는) 구별되여지다

εὐδοκιμεῖσθε

(너희는) 구별되여지다

εὐδοκιμοῦνται

(그들은) 구별되여지다

접속법단수 εὐδοκιμῶμαι

(나는) 구별되여지자

εὐδοκιμῇ

(너는) 구별되여지자

εὐδοκιμῆται

(그는) 구별되여지자

쌍수 εὐδοκιμῆσθον

(너희 둘은) 구별되여지자

εὐδοκιμῆσθον

(그 둘은) 구별되여지자

복수 εὐδοκιμώμεθα

(우리는) 구별되여지자

εὐδοκιμῆσθε

(너희는) 구별되여지자

εὐδοκιμῶνται

(그들은) 구별되여지자

기원법단수 εὐδοκιμοίμην

(나는) 구별되여지기를 (바라다)

εὐδοκιμοῖο

(너는) 구별되여지기를 (바라다)

εὐδοκιμοῖτο

(그는) 구별되여지기를 (바라다)

쌍수 εὐδοκιμοῖσθον

(너희 둘은) 구별되여지기를 (바라다)

εὐδοκιμοίσθην

(그 둘은) 구별되여지기를 (바라다)

복수 εὐδοκιμοίμεθα

(우리는) 구별되여지기를 (바라다)

εὐδοκιμοῖσθε

(너희는) 구별되여지기를 (바라다)

εὐδοκιμοῖντο

(그들은) 구별되여지기를 (바라다)

명령법단수 εὐδοκιμοῦ

(너는) 구별되여져라

εὐδοκιμείσθω

(그는) 구별되여져라

쌍수 εὐδοκιμεῖσθον

(너희 둘은) 구별되여져라

εὐδοκιμείσθων

(그 둘은) 구별되여져라

복수 εὐδοκιμεῖσθε

(너희는) 구별되여져라

εὐδοκιμείσθων, εὐδοκιμείσθωσαν

(그들은) 구별되여져라

부정사 εὐδοκιμεῖσθαι

구별되여지는 것

분사 남성여성중성
εὐδοκιμουμενος

εὐδοκιμουμενου

εὐδοκιμουμενη

εὐδοκιμουμενης

εὐδοκιμουμενον

εὐδοκιμουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐδοκίμουν

(나는) 구별되고 있었다

ηὐδοκίμεις

(너는) 구별되고 있었다

ηὐδοκίμειν*

(그는) 구별되고 있었다

쌍수 ηὐδοκιμεῖτον

(너희 둘은) 구별되고 있었다

ηὐδοκιμείτην

(그 둘은) 구별되고 있었다

복수 ηὐδοκιμοῦμεν

(우리는) 구별되고 있었다

ηὐδοκιμεῖτε

(너희는) 구별되고 있었다

ηὐδοκίμουν

(그들은) 구별되고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐδοκιμούμην

(나는) 구별되여지고 있었다

ηὐδοκιμοῦ

(너는) 구별되여지고 있었다

ηὐδοκιμεῖτο

(그는) 구별되여지고 있었다

쌍수 ηὐδοκιμεῖσθον

(너희 둘은) 구별되여지고 있었다

ηὐδοκιμείσθην

(그 둘은) 구별되여지고 있었다

복수 ηὐδοκιμούμεθα

(우리는) 구별되여지고 있었다

ηὐδοκιμεῖσθε

(너희는) 구별되여지고 있었다

ηὐδοκιμοῦντο

(그들은) 구별되여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πολλὰ μὲν οὖν ἴσωσ ἐστὶν αἴτια τούτων, καὶ οὐ παρ’ ἓν οὐδὲ δύ’ εἰσ τοῦτο τὰ πράγματ’ ἀφῖκται, μάλιστα δ’, ἄνπερ ἐξετάζητ’ ὀρθῶσ, εὑρήσετε διὰ τοὺσ χαρίζεσθαι μᾶλλον ἢ τὰ βέλτιστα λέγειν προαιρουμένουσ, ὧν τινεσ μέν, ὦ ἄνδρεσ Ἀθηναῖοι, ἐν οἷσ εὐδοκιμοῦσιν αὐτοὶ καὶ δύνανται, ταῦτα φυλάττοντεσ οὐδεμίαν περὶ τῶν μελλόντων πρόνοιαν ἔχουσιν, οὐκοῦν οὐδ’ ὑμᾶσ οἰόνται δεῖν ἔχειν, ἕτεροι δὲ τοὺσ ἐπὶ τοῖσ πράγμασιν ὄντασ αἰτιώμενοι καὶ διαβάλλοντεσ οὐδὲν ἄλλο ποιοῦσιν ἢ ὅπωσ ἡ μὲν πόλισ αὐτὴ παρ’ αὑτῆσ δίκην λήψεται καὶ περὶ τοῦτ’ ἔσται, Φιλίππῳ δ’ ἐξέσται καὶ λέγειν καὶ πράττειν ὅ τι βούλεται. (Demosthenes, Speeches, 3:1)

    (데모스테네스, Speeches, 3:1)

  • ἤδη δὲ καὶ ῥήτοροσ ἔστιν ὅτε κολακεία διασύρει φιλόσοφον, καὶ παρὰ γυναιξὶν ἀκολάστοισ εὐδοκιμοῦσιν οἱ τὰσ μονολεχεῖσ καὶ φιλάνδρουσ ἀναφροδίτουσ καὶ ἀγροίκουσ ἀποκαλοῦντεσ. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 14 3:2)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 14 3:2)

  • οὐδὲ γὰρ παρ’ Ἕλλησιν οἱ πρῶτοι λίθινον καὶ χαλκοῦν στήσαντεσ τρόπαιον εὐδοκιμοῦσιν. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 37 1:2)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 37 1:2)

  • αἵπερ καὶ μάλιστ’ εὐδοκιμοῦσιν. (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 21 6:2)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 2, chapter 21 6:2)

  • ἐν οἷσ μάλιστά τ’ ἐκπίπτουσιν οἱ ποιηταὶ ἐὰν μὴ εὖ, καὶ ἐὰν εὖ, εὐδοκιμοῦσιν· (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 11 13:3)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 3, chapter 11 13:3)

유의어

  1. 구별되다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION