헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιστολή

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιστολή ἐπιστολῆς

형태분석: ἐπιστολ (어간) + η (어미)

어원: e)piste/llw

  1. 편지, 메시지
  2. 명령, 지시, 칙령, 지휘
  3. 유서, 유언
  1. message, letter
  2. command, commission, injunction
  3. dying command, will (legal document)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐπιστολή

편지가

ἐπιστολᾱ́

편지들이

ἐπιστολαί

편지들이

속격 ἐπιστολῆς

편지의

ἐπιστολαῖν

편지들의

ἐπιστολῶν

편지들의

여격 ἐπιστολῇ

편지에게

ἐπιστολαῖν

편지들에게

ἐπιστολαῖς

편지들에게

대격 ἐπιστολήν

편지를

ἐπιστολᾱ́

편지들을

ἐπιστολᾱ́ς

편지들을

호격 ἐπιστολή

편지야

ἐπιστολᾱ́

편지들아

ἐπιστολαί

편지들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ΚΑΙ ἀπέστειλεν Ἐζεκίασ ἐπὶ πάντα Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα καὶ ἐπιστολὰσ ἔγραψαν ἐπὶ τὸν Ἐφραὶμ καὶ Μανασσῆ ἐλθεῖν εἰσ οἶκον Κυρίου εἰσ Ἱερουσαλὴμ ποιῆσαι τὸ φασὲκ τῷ Κυρίῳ Θεῷ Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 30:1)

    (70인역 성경, 역대기 하권 30:1)

  • τότε ἀναστὰσ Δαρεῖοσ ὁ βασιλεὺσ κατεφίλησεν αὐτὸν καὶ ἔγραψεν αὐτῷ τὰσ ἐπιστολὰσ πρὸσ πάντασ τοὺσ οἰκονόμουσ καὶ τοπάρχασ καὶ στρατηγοὺσ καὶ σατράπασ, ἵνα προπέμψωσιν αὐτὸν καὶ τοὺσ μετ̓ αὐτοῦ πάντασ ἀναβαίνοντασ οἰκοδομῆσαι τὴν Ἱερουσαλήμ. (Septuagint, Liber Esdrae I 4:47)

    (70인역 성경, 에즈라기 4:47)

  • καὶ πᾶσι τοῖσ τοπάρχαισ ἐν κοίλῃ Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ καὶ τοῖσ ἐν τῷ Λιβάνῳ ἔγραψεν ἐπιστολὰσ μεταφέρειν ξύλα κέδρινα ἀπὸ τοῦ Λιβάνου εἰσ Ἱερουσαλὴμ καὶ ὅπωσ οἰκοδομήσωσι μετ̓ αὐτοῦ τὴν πόλιν. (Septuagint, Liber Esdrae I 4:48)

    (70인역 성경, 에즈라기 4:48)

  • καὶ ἔλαβε τὰσ ἐπιστολὰσ καὶ ἐξῆλθε καὶ ἦλθεν εἰσ Βαβυλῶνα καὶ ἀπήγγειλε τοῖσ ἀδελφοῖσ αὐτοῦ πᾶσι. (Septuagint, Liber Esdrae I 4:61)

    (70인역 성경, 에즈라기 4:61)

  • καὶ εἶπα τῷ βασιλεῖ. εἰ ἐπὶ τὸν βασιλέα ἀγαθόν, δότω μοι ἐπιστολὰσ πρὸσ τοὺσ ἐπάρχουσ πέραν τοῦ ποταμοῦ ὥστε παραγαγεῖν με, ἕωσ ἔλθω ἐπὶ Ἰούδαν, (Septuagint, Liber Nehemiae 2:7)

    (70인역 성경, 느헤미야기 2:7)

유의어

  1. 편지

  2. 명령

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION