헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπισκοπέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπισκοπέω ἐπισκέψομαι ἐπεσκεψάμην ἐπέσκεμμαι

형태분석: ἐπι (접두사) + σκοπέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 조사하다, 검사하다, 관찰하다, 보다, 바라보다, 살피다, 알아차리다
  2. 방문하다, 찾다, 보러가다
  3. 검사하다, 조사하다, 시험하다
  4. 고려하다, 숙고하다, 심사숙고하다, 여기다, 생각하다
  1. to look upon or at, inspect, observe, examine, regard, to watch over
  2. to visit, visited
  3. to inspect, review
  4. to consider, reflect, to examine with oneself, meditate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπισκόπω

(나는) 조사한다

ἐπισκόπεις

(너는) 조사한다

ἐπισκόπει

(그는) 조사한다

쌍수 ἐπισκόπειτον

(너희 둘은) 조사한다

ἐπισκόπειτον

(그 둘은) 조사한다

복수 ἐπισκόπουμεν

(우리는) 조사한다

ἐπισκόπειτε

(너희는) 조사한다

ἐπισκόπουσιν*

(그들은) 조사한다

접속법단수 ἐπισκόπω

(나는) 조사하자

ἐπισκόπῃς

(너는) 조사하자

ἐπισκόπῃ

(그는) 조사하자

쌍수 ἐπισκόπητον

(너희 둘은) 조사하자

ἐπισκόπητον

(그 둘은) 조사하자

복수 ἐπισκόπωμεν

(우리는) 조사하자

ἐπισκόπητε

(너희는) 조사하자

ἐπισκόπωσιν*

(그들은) 조사하자

기원법단수 ἐπισκόποιμι

(나는) 조사하기를 (바라다)

ἐπισκόποις

(너는) 조사하기를 (바라다)

ἐπισκόποι

(그는) 조사하기를 (바라다)

쌍수 ἐπισκόποιτον

(너희 둘은) 조사하기를 (바라다)

ἐπισκοποίτην

(그 둘은) 조사하기를 (바라다)

복수 ἐπισκόποιμεν

(우리는) 조사하기를 (바라다)

ἐπισκόποιτε

(너희는) 조사하기를 (바라다)

ἐπισκόποιεν

(그들은) 조사하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπισκο͂πει

(너는) 조사해라

ἐπισκοπεῖτω

(그는) 조사해라

쌍수 ἐπισκόπειτον

(너희 둘은) 조사해라

ἐπισκοπεῖτων

(그 둘은) 조사해라

복수 ἐπισκόπειτε

(너희는) 조사해라

ἐπισκοποῦντων, ἐπισκοπεῖτωσαν

(그들은) 조사해라

부정사 ἐπισκόπειν

조사하는 것

분사 남성여성중성
ἐπισκοπων

ἐπισκοπουντος

ἐπισκοπουσα

ἐπισκοπουσης

ἐπισκοπουν

ἐπισκοπουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπισκόπουμαι

(나는) 조사된다

ἐπισκόπει, ἐπισκόπῃ

(너는) 조사된다

ἐπισκόπειται

(그는) 조사된다

쌍수 ἐπισκόπεισθον

(너희 둘은) 조사된다

ἐπισκόπεισθον

(그 둘은) 조사된다

복수 ἐπισκοποῦμεθα

(우리는) 조사된다

ἐπισκόπεισθε

(너희는) 조사된다

ἐπισκόπουνται

(그들은) 조사된다

접속법단수 ἐπισκόπωμαι

(나는) 조사되자

ἐπισκόπῃ

(너는) 조사되자

ἐπισκόπηται

(그는) 조사되자

쌍수 ἐπισκόπησθον

(너희 둘은) 조사되자

ἐπισκόπησθον

(그 둘은) 조사되자

복수 ἐπισκοπώμεθα

(우리는) 조사되자

ἐπισκόπησθε

(너희는) 조사되자

ἐπισκόπωνται

(그들은) 조사되자

기원법단수 ἐπισκοποίμην

(나는) 조사되기를 (바라다)

ἐπισκόποιο

(너는) 조사되기를 (바라다)

ἐπισκόποιτο

(그는) 조사되기를 (바라다)

쌍수 ἐπισκόποισθον

(너희 둘은) 조사되기를 (바라다)

ἐπισκοποίσθην

(그 둘은) 조사되기를 (바라다)

복수 ἐπισκοποίμεθα

(우리는) 조사되기를 (바라다)

ἐπισκόποισθε

(너희는) 조사되기를 (바라다)

ἐπισκόποιντο

(그들은) 조사되기를 (바라다)

명령법단수 ἐπισκόπου

(너는) 조사되어라

ἐπισκοπεῖσθω

(그는) 조사되어라

쌍수 ἐπισκόπεισθον

(너희 둘은) 조사되어라

ἐπισκοπεῖσθων

(그 둘은) 조사되어라

복수 ἐπισκόπεισθε

(너희는) 조사되어라

ἐπισκοπεῖσθων, ἐπισκοπεῖσθωσαν

(그들은) 조사되어라

부정사 ἐπισκόπεισθαι

조사되는 것

분사 남성여성중성
ἐπισκοπουμενος

ἐπισκοπουμενου

ἐπισκοπουμενη

ἐπισκοπουμενης

ἐπισκοπουμενον

ἐπισκοπουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεσκο͂πουν

(나는) 조사하고 있었다

ἐπεσκο͂πεις

(너는) 조사하고 있었다

ἐπεσκο͂πειν*

(그는) 조사하고 있었다

쌍수 ἐπεσκόπειτον

(너희 둘은) 조사하고 있었다

ἐπεσκοπεῖτην

(그 둘은) 조사하고 있었다

복수 ἐπεσκόπουμεν

(우리는) 조사하고 있었다

ἐπεσκόπειτε

(너희는) 조사하고 있었다

ἐπεσκο͂πουν

(그들은) 조사하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεσκοποῦμην

(나는) 조사되고 있었다

ἐπεσκόπου

(너는) 조사되고 있었다

ἐπεσκόπειτο

(그는) 조사되고 있었다

쌍수 ἐπεσκόπεισθον

(너희 둘은) 조사되고 있었다

ἐπεσκοπεῖσθην

(그 둘은) 조사되고 있었다

복수 ἐπεσκοποῦμεθα

(우리는) 조사되고 있었다

ἐπεσκόπεισθε

(너희는) 조사되고 있었다

ἐπεσκόπουντο

(그들은) 조사되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέσκεψα

(나는) 조사했다

ἐπέσκεψας

(너는) 조사했다

ἐπέσκεψεν*

(그는) 조사했다

쌍수 ἐπεσκέψατον

(너희 둘은) 조사했다

ἐπεσκεψάτην

(그 둘은) 조사했다

복수 ἐπεσκέψαμεν

(우리는) 조사했다

ἐπεσκέψατε

(너희는) 조사했다

ἐπέσκεψαν

(그들은) 조사했다

접속법단수 ἐπισκέψω

(나는) 조사했자

ἐπισκέψῃς

(너는) 조사했자

ἐπισκέψῃ

(그는) 조사했자

쌍수 ἐπισκέψητον

(너희 둘은) 조사했자

ἐπισκέψητον

(그 둘은) 조사했자

복수 ἐπισκέψωμεν

(우리는) 조사했자

ἐπισκέψητε

(너희는) 조사했자

ἐπισκέψωσιν*

(그들은) 조사했자

기원법단수 ἐπισκέψαιμι

(나는) 조사했기를 (바라다)

ἐπισκέψαις

(너는) 조사했기를 (바라다)

ἐπισκέψαι

(그는) 조사했기를 (바라다)

쌍수 ἐπισκέψαιτον

(너희 둘은) 조사했기를 (바라다)

ἐπισκεψαίτην

(그 둘은) 조사했기를 (바라다)

복수 ἐπισκέψαιμεν

(우리는) 조사했기를 (바라다)

ἐπισκέψαιτε

(너희는) 조사했기를 (바라다)

ἐπισκέψαιεν

(그들은) 조사했기를 (바라다)

명령법단수 ἐπισκέψον

(너는) 조사했어라

ἐπισκεψάτω

(그는) 조사했어라

쌍수 ἐπισκέψατον

(너희 둘은) 조사했어라

ἐπισκεψάτων

(그 둘은) 조사했어라

복수 ἐπισκέψατε

(너희는) 조사했어라

ἐπισκεψάντων

(그들은) 조사했어라

부정사 ἐπισκέψαι

조사했는 것

분사 남성여성중성
ἐπισκεψᾱς

ἐπισκεψαντος

ἐπισκεψᾱσα

ἐπισκεψᾱσης

ἐπισκεψαν

ἐπισκεψαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεσκεψάμην

(나는) 조사되었다

ἐπεσκέψω

(너는) 조사되었다

ἐπεσκέψατο

(그는) 조사되었다

쌍수 ἐπεσκέψασθον

(너희 둘은) 조사되었다

ἐπεσκεψάσθην

(그 둘은) 조사되었다

복수 ἐπεσκεψάμεθα

(우리는) 조사되었다

ἐπεσκέψασθε

(너희는) 조사되었다

ἐπεσκέψαντο

(그들은) 조사되었다

접속법단수 ἐπισκέψωμαι

(나는) 조사되었자

ἐπισκέψῃ

(너는) 조사되었자

ἐπισκέψηται

(그는) 조사되었자

쌍수 ἐπισκέψησθον

(너희 둘은) 조사되었자

ἐπισκέψησθον

(그 둘은) 조사되었자

복수 ἐπισκεψώμεθα

(우리는) 조사되었자

ἐπισκέψησθε

(너희는) 조사되었자

ἐπισκέψωνται

(그들은) 조사되었자

기원법단수 ἐπισκεψαίμην

(나는) 조사되었기를 (바라다)

ἐπισκέψαιο

(너는) 조사되었기를 (바라다)

ἐπισκέψαιτο

(그는) 조사되었기를 (바라다)

쌍수 ἐπισκέψαισθον

(너희 둘은) 조사되었기를 (바라다)

ἐπισκεψαίσθην

(그 둘은) 조사되었기를 (바라다)

복수 ἐπισκεψαίμεθα

(우리는) 조사되었기를 (바라다)

ἐπισκέψαισθε

(너희는) 조사되었기를 (바라다)

ἐπισκέψαιντο

(그들은) 조사되었기를 (바라다)

명령법단수 ἐπισκέψαι

(너는) 조사되었어라

ἐπισκεψάσθω

(그는) 조사되었어라

쌍수 ἐπισκέψασθον

(너희 둘은) 조사되었어라

ἐπισκεψάσθων

(그 둘은) 조사되었어라

복수 ἐπισκέψασθε

(너희는) 조사되었어라

ἐπισκεψάσθων

(그들은) 조사되었어라

부정사 ἐπισκέψεσθαι

조사되었는 것

분사 남성여성중성
ἐπισκεψαμενος

ἐπισκεψαμενου

ἐπισκεψαμενη

ἐπισκεψαμενης

ἐπισκεψαμενον

ἐπισκεψαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σὺ δ’ ἐπισκόπει· (Lucian, Dearum judicium, (no name) 9:11)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 9:11)

  • σὺ δέ μοι ἤδη ἐν κύκλῳ περιβλέπων ἐπισκόπει ἅπαντα. (Lucian, Contemplantes, (no name) 5:18)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 5:18)

  • πάλαι γοῦν σοι καὶ γυμνόσ εἰμι, ὥστε ἐπισκόπει. (Lucian, Cataplus, (no name) 25:2)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 25:2)

  • σὺ δέ, ὦ θύγατερ, καθεζομένη παρὰ τὰσ σεμνὰσ θεὰσ ἀποκλήρου τὰσ δίκασ καὶ ἐπισκόπει τοὺσ δικάζοντασ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 4:13)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 4:13)

  • ταῦτα μὲν οὖν καὶ αὐτὸσ ἐπισκόπει. (Plutarch, , chapter 19 4:4)

    (플루타르코스, , chapter 19 4:4)

  • Εὐπέταλον γλαυκὰν ἀναδενδράδα τάνδε παρ’ ἄκραισ ἱδρυθεὶσ λοφιαῖσ Πὰν ὅδ’ ἐπισκοπέω. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2491)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2491)

유의어

  1. 방문하다

  2. 검사하다

  3. 고려하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION