- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπίουρος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: epiouros 고전 발음: [에삐우:로] 신약 발음: [애삐우로]

기본형: ἐπίουρος

  1. 수호자, 보호자, 고아, 여자 고아, 후견인, 방어자
  1. an over-keeper, a guardian, watcher, ward, guardian over

예문

  • ἀπέλαβεν αὐτὸ γνωρίσας ὁ Ἐπίουρος πρῴην ἐν Σάμῳ μετὰ πολλῆς γε, ὦ θεοί, τῆς μάχης. (Lucian, Dialogi meretricii, 2:7)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 2:7)

  • Τὸν δ ὁ γέρων προσέειπε φυτῶν ἐπίουρος ἀροτρεὺς παυσάμενος ἔργοιο, τό οἱ μετὰ χερσὶν ἔκειτο: (Theocritus, Idylls, 1)

    (테오크리토스, Idylls, 1)

  • αὐτὸς δὲ πρώτιστα συβώτην εἰσαφικέσθαι, ὅς τοι ὑῶν ἐπίουρος, ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδε, παῖδά τε σὸν φιλέει καὶ ἐχέφρονα Πηνελόπειαν. (Homer, Odyssey, Book 13 48:6)

    (호메로스, 오디세이아, Book 13 48:6)

  • αὐτὰρ ἐπὴν πρώτην ἀκτὴν Ἰθάκης ἀφίκηαι, νῆα μὲν ἐς πόλιν ὀτρῦναι καὶ πάντας ἑταίρους, αὐτὸς δὲ πρώτιστα συβώτην εἰσαφικέσθαι, ὅς τοι ὑῶν ἐπίουρος, ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδεν. (Homer, Odyssey, Book 15 2:17)

    (호메로스, 오디세이아, Book 15 2:17)

유의어

  1. 수호자

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION