헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπικοινωνέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπικοινωνέω ἐπικοινωνήσω

형태분석: ἐπι (접두사) + κοινωνέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 분담하다
  1. to communicate with
  2. to have a share of, in common with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικοινωνῶ

ἐπικοινωνεῖς

ἐπικοινωνεῖ

쌍수 ἐπικοινωνεῖτον

ἐπικοινωνεῖτον

복수 ἐπικοινωνοῦμεν

ἐπικοινωνεῖτε

ἐπικοινωνοῦσιν*

접속법단수 ἐπικοινωνῶ

ἐπικοινωνῇς

ἐπικοινωνῇ

쌍수 ἐπικοινωνῆτον

ἐπικοινωνῆτον

복수 ἐπικοινωνῶμεν

ἐπικοινωνῆτε

ἐπικοινωνῶσιν*

기원법단수 ἐπικοινωνοῖμι

ἐπικοινωνοῖς

ἐπικοινωνοῖ

쌍수 ἐπικοινωνοῖτον

ἐπικοινωνοίτην

복수 ἐπικοινωνοῖμεν

ἐπικοινωνοῖτε

ἐπικοινωνοῖεν

명령법단수 ἐπικοινώνει

ἐπικοινωνείτω

쌍수 ἐπικοινωνεῖτον

ἐπικοινωνείτων

복수 ἐπικοινωνεῖτε

ἐπικοινωνούντων, ἐπικοινωνείτωσαν

부정사 ἐπικοινωνεῖν

분사 남성여성중성
ἐπικοινωνων

ἐπικοινωνουντος

ἐπικοινωνουσα

ἐπικοινωνουσης

ἐπικοινωνουν

ἐπικοινωνουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικοινωνοῦμαι

ἐπικοινωνεῖ, ἐπικοινωνῇ

ἐπικοινωνεῖται

쌍수 ἐπικοινωνεῖσθον

ἐπικοινωνεῖσθον

복수 ἐπικοινωνούμεθα

ἐπικοινωνεῖσθε

ἐπικοινωνοῦνται

접속법단수 ἐπικοινωνῶμαι

ἐπικοινωνῇ

ἐπικοινωνῆται

쌍수 ἐπικοινωνῆσθον

ἐπικοινωνῆσθον

복수 ἐπικοινωνώμεθα

ἐπικοινωνῆσθε

ἐπικοινωνῶνται

기원법단수 ἐπικοινωνοίμην

ἐπικοινωνοῖο

ἐπικοινωνοῖτο

쌍수 ἐπικοινωνοῖσθον

ἐπικοινωνοίσθην

복수 ἐπικοινωνοίμεθα

ἐπικοινωνοῖσθε

ἐπικοινωνοῖντο

명령법단수 ἐπικοινωνοῦ

ἐπικοινωνείσθω

쌍수 ἐπικοινωνεῖσθον

ἐπικοινωνείσθων

복수 ἐπικοινωνεῖσθε

ἐπικοινωνείσθων, ἐπικοινωνείσθωσαν

부정사 ἐπικοινωνεῖσθαι

분사 남성여성중성
ἐπικοινωνουμενος

ἐπικοινωνουμενου

ἐπικοινωνουμενη

ἐπικοινωνουμενης

ἐπικοινωνουμενον

ἐπικοινωνουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τρόπον μέν τινα αἱ τρεῖσ ἀρεταὶ τοῦ λόγου, ἥ τε σφοδρότησ καὶ ἡ ἔμφασισ καὶ ἡ τραχύτησ, εἰ καὶ τῇ προσηγορίᾳ διεστήκασι, τῇ γοῦν δυνάμει καὶ σφόδρα ἐπικοινωνοῦσιν ἀλλήλαισ ἐπὶ πλείστοισ, καὶ ἥ τε σφοδρότησ ἐμφαντικὸσ λόγοσ ἐστὶν καὶ ἡ τραχύτησ σφοδρότητα δύναται· (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 2:1)

유의어

  1. to communicate with

  2. 분담하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION