헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιδρομή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιδρομή

형태분석: ἐπιδρομ (어간) + η (어미)

어원: e)pidramei=n

  1. 공격, 습격, 비난, 강습, 발병, 맹공격, 발작
  1. a sudden inroad, a raid, attack, an inroad, on the sudden, off-hand
  2. a place to which ships run in, a landing-place

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐπιδρομή

공격이

ἐπιδρομᾱ́

공격들이

ἐπιδρομαί

공격들이

속격 ἐπιδρομῆς

공격의

ἐπιδρομαῖν

공격들의

ἐπιδρομῶν

공격들의

여격 ἐπιδρομῇ

공격에게

ἐπιδρομαῖν

공격들에게

ἐπιδρομαῖς

공격들에게

대격 ἐπιδρομήν

공격을

ἐπιδρομᾱ́

공격들을

ἐπιδρομᾱ́ς

공격들을

호격 ἐπιδρομή

공격아

ἐπιδρομᾱ́

공격들아

ἐπιδρομαί

공격들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δὲ ἄντικρυσ χαλεπὸν ἦν ἀποτρέπειν Μακεδόνασ χρημάτων ἐν ἐφικτῷ παρόντων, ἐκέλευσε θεραπεύσαντασ αὑτοὺσ καὶ τοῖσ ἵπποισ χιλὸν ἐμβαλόντασ οὕτω βαδίζειν ἐπὶ τοὺσ πολεμίουσ, αὐτὸσ δὲ πέμπει κρύφα πρὸσ τὸν ἐπὶ τῆσ ἀποσκευῆσ τῶν πολεμίων Μένανδρον, ὡσ κηδόμενοσ αὐτοῦ φίλου γεγονότοσ καὶ συνήθουσ, φυλάξασθαι παραινῶν καὶ ἀναχωρῆσαι τὴν ταχίστην ἐκ τῶν ἐπιδρόμων καὶ ταπεινῶν πρὸσ τὴν ἐγγὺσ ὑπώρειαν ἄφιππον οὖσαν καὶ κυκλώσεισ οὐκ ἔχουσαν. (Plutarch, chapter 9 4:1)

    (플루타르코스, chapter 9 4:1)

  • λέγεται δὲ καὶ στεφάνων ἀναδέσεισ προσίεσθαι καὶ δείπνων σοβαρωτέρων ὑποδοχάσ, ἐν οἷσ ἐσθῆτα θριαμβικὴν ἔχων ἔπινε, καὶ Νῖκαι πεποιημέναι δι’ ὀργάνων ἐπιδρόμων χρύσεα τρόπαια καὶ στεφάνουσ διαφέρουσαι κατήγοντο, καὶ χοροὶ παίδων καὶ γυναικῶν ἐπινικίουσ ὕμνουσ ᾖδον εἰσ αὐτόν. (Plutarch, Sertorius, chapter 22 2:2)

    (플루타르코스, Sertorius, chapter 22 2:2)

유의어

  1. 공격

  2. a place to which ships run in

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION