ἐντρυφάω
α 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐντρυφάω
ἐντρυφήσω
형태분석:
ἐν
(접두사)
+
τρυφά
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to revel in, to be luxurious
- to mock at
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- υἱὸσ ἀγαπητὸσ Ἐφραὶμ ἐμοί, παιδίον ἐντρυφῶν, ὅτι ἀνθ’ ὧν οἱ λόγοι μου ἐν αὐτῷ, μνείᾳ μνησθήσομαι αὐτοῦ. διὰ τοῦτο ἔσπευσα ἐπ’ αὐτῷ, ἐλεῶν ἐλεήσω αὐτόν, φησὶ Κύριοσ. (Septuagint, Liber Ieremiae 38:20)
(70인역 성경, 예레미야서 38:20)
- τοιαῦτα ἐντρυφῶν τοῖσ ἀνοήτοισ διετέλει, γυναῖκάσ τε ἀνέδην διαφθείρων καὶ παισὶ συνών. (Lucian, Alexander, (no name) 42:1)
(루키아노스, Alexander, (no name) 42:1)
- ἐμβαλὼν οὖν εἰσ τὴν Μεγαλοπολιτικήν ὠφελείασ τε μεγάλασ ἤθροισε καὶ φθορὰν πολλὴν ἀπειργάσατο τῆσ χώρασ, τέλοσ δὲ τοὺσ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνίτασ ἐκ Μεσσήνησ διαπορευομένουσ λαβών, καὶ πηξάμενοσ θέατρον ἐν τῇ πολεμίᾳ, καὶ προθεὶσ ἀπὸ τετταράκοντα μνῶν ἀγῶνα, μίαν ἡμέραν ἐθεᾶτο καθήμενοσ, οὐ δεόμενοσ θέασ, ἀλλ’ οἱο͂ν ἐντρυφῶν τοῖσ πολεμίοισ καὶ περιουσίαν τινὰ τοῦ κρατεῖν πολὺ τῷ καταφρονεῖν ἐπιδεικνύμενοσ. (Plutarch, Cleomenes, chapter 12 2:1)
(플루타르코스, Cleomenes, chapter 12 2:1)
- ὁ δ’ ἐντρυφῶν ἔλεγεν οὐχ ὕβρει τοῦτο πράττειν οὐδὲ κρατούμενοσ ὑφ’ ἡδονῆσ, ἀλλ’ ὅπωσ Λακεδαιμονίων βασιλεύσωσιν οἱ ἐξ αὐτοῦ γεγονότεσ. (Plutarch, , chapter 23 7:3)
(플루타르코스, , chapter 23 7:3)
- καὶ τοὺσ ἐκεῖ παροξύνασ ἔλεγε πρὸσ τὸν δῆμον ὡσ Ἀλκιβιάδησ διέφθαρκε τὰ πράγματα καὶ τὰσ ναῦσ ἀπολώλεκεν, ἐντρυφῶν τῇ ἀρχῇ καὶ παραδιδοὺσ τὴν στρατηγίαν ἀνθρώποισ ἐκ πότων καὶ ναυτικῆσ σπερμολογίασ δυναμένοισ παρ’ αὐτῷ μέγιστον, ὅπωσ αὐτὸσ ἐπ’ ἀδείασ χρηματίζηται περιπλέων καὶ ἀκολασταίνῃ μεθυσκόμενοσ καὶ συνὼν ἑταίραισ Ἀβυδηναῖσ καὶ Ιὠνίσιν, ἐφορμούντων δι’ ὀλίγου τῶν πολεμίων. (Plutarch, , chapter 36 1:2)
(플루타르코스, , chapter 36 1:2)
유의어
-
to revel in
- χλιδαίνομαι (to be luxurious, revel)
- χλίω (to be or become warm, to luxuriate, revel)
-
to mock at
- καθεψιάομαι (to mock at)
- ἐπιλωβεύω (to mock at)
- καταπαίζω (to mock at)
- ἐμπαίζω (비웃다, 조롱하다, 흉내내다)
- καταμωκάομαι (to mock at)
- λωβεύω (비웃다, 조롱하다, 흉내내다)
- ἀντισκώπτω (to mock in return)
- ἐγκερτομέω (남용하다, 학대하다, 공격하다)
- ἐγγελάω (비웃다, 조롱하다, ~를 비웃다)
- ἐνυβρίζω (~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다)
- ἐφεψιάομαι (to mock or scoff at)
- χλευάζω (비웃다, 조롱하다, 흉내내다)