ἐντρυφάω
α 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐντρυφάω
ἐντρυφήσω
형태분석:
ἐν
(접두사)
+
τρυφά
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to revel in, to be luxurious
- to mock at
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "οὐ γὰρ δὴ ἐντρυφᾶν σοι δοτέον τοῖσ νόμοισ οὐδὲ πρὸσ τὰσ σὰσ μεταβολὰσ συνάγεσθαι τὰ δικαστήρια, οὐδὲ ἄρτι μὲν λύεσθαι ἄρτι δὲ κυρίουσ εἶναι τοὺσ νόμουσ καὶ τοὺσ δικαστὰσ καθῆσθαι μάρτυρασ, μᾶλλον δὲ ὑπηρέτασ, τῶν σοὶ δοκούντων, ὁτὲ μὲν κολάζοντασ ὁτὲ δὲ διαλλάττοντασ, ὁπόταν σοι δοκῇ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 10:6)
(루키아노스, Abdicatus, (no name) 10:6)
- ταῦτα ἡμᾶσ μάλιστα ἀποπνίγει, ὦ Κρόνε, καὶ ἀφόρητον ἡγούμεθα τὸ πρᾶγμα, τὸν μὲν ἐφ̓ ἁλουργίδων κατακείμενον τοσούτοισ ἀγαθοῖσ ἐντρυφᾶν ἐρυγγάνοντα καὶ ὑπὸ τῶν συνόντων εὐδαιμονιζόμενον ἀεὶ ἑορτάζοντα, ἐμὲ δὲ καὶ τοὺσ ὁμοίουσ ὀνειροπολεῖν, εἴ ποθεν ὀβολοὶ τέτταρεσ γένοιντο, ὡσ ἔχοιμεν ἄρτων γοῦν ἢ ἀλφίτων ἐμπεπλησμένοι καθεύδειν κάρδαμον ἢ θύμον ἢ κρόμμυον ἐπιτρώγοντεσ. (Lucian, Saturnalia, letter 1 3:1)
(루키아노스, Saturnalia, letter 1 3:1)
- ἐκ τῆσ Κορίνθου προσφάτωσ ἀφιγμένοσ ὀργιζόμενοσ πικρῶσ τε λοιδορούμενοσ παρὰ τὸν πότον ταῦτ’ ἔλεγε τῇ Γναθαινίῳ, αὐτὸν μὲν ἀξιοῦντα μὴ τετευχέναι τούτου παρ’ αὐτῆσ μηδέποτε τοῦ σχήματοσ, ἐν τῷδε δ’ ἑτέρουσ ἐντρυφᾶν μαστιγίασ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 44 4:2)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 44 4:2)
유의어
-
to revel in
- χλιδαίνομαι (to be luxurious, revel)
- χλίω (to be or become warm, to luxuriate, revel)
-
to mock at
- καθεψιάομαι (to mock at)
- ἐπιλωβεύω (to mock at)
- καταπαίζω (to mock at)
- ἐμπαίζω (비웃다, 조롱하다, 흉내내다)
- καταμωκάομαι (to mock at)
- λωβεύω (비웃다, 조롱하다, 흉내내다)
- ἀντισκώπτω (to mock in return)
- ἐγκερτομέω (남용하다, 학대하다, 공격하다)
- ἐγγελάω (비웃다, 조롱하다, ~를 비웃다)
- ἐνυβρίζω (~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다)
- ἐφεψιάομαι (to mock or scoff at)
- χλευάζω (비웃다, 조롱하다, 흉내내다)