Ancient Greek-English Dictionary Language

ἔντρομος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἔντρομος ἔντρομον

Structure: ἐντρομ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tre/mw

Sense

  1. trembling

Examples

  • οὐ μὴν ἔπεισε τὸν Φλαμίνιον, ἀλλὰ φήσασ οὐκ ἀνέξεσθαι προσιόντα τῇ Ῥώμῃ τὸν πόλεμον οὐδ’, ὥσπερ ὁ παλαιὸσ Κάμιλλοσ, ἐν τῇ πόλει διαμαχεῖσθαι περὶ αὐτῆσ, τὸν μὲν στρατὸν ἐξάγειν ἐκέλευσε τοὺσ χιλιάρχουσ, αὐτὸσ ἐπὶ τὸν ἵππον ἀλλόμενοσ ἐξ οὐδενὸσ αἰτίου προδήλου παραλόγωσ ἐντρόμου τοῦ ἵππου γενομένου καὶ πτυρέντοσ ἐξέπεσε καὶ κατενεχθεὶσ ἐπὶ κεφαλὴν ὅμωσ οὐδὲν ἔτρεψε τῆσ γνώμησ, ἀλλ’ ὡσ ὡρ́μησεν ἐξ ἀρχῆσ ἀπαντῆσαι τῷ Ἀννίβᾳ, περὶ τὴν καλουμένην Θρασυμένην λίμνην τῆσ Τυρρηνίασ παρετάξατο. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 3 1:1)

Synonyms

  1. trembling

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION