헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐνοικοδομέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐνοικοδομέω ἐνοικοδομήσω

형태분석: ἐν (접두사) + οἰκοδομέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 기르다, 막아서다, 방책으로 막다
  1. to build in, to build themselves
  2. to build up, block up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνοικοδομῶ

ἐνοικοδομεῖς

ἐνοικοδομεῖ

쌍수 ἐνοικοδομεῖτον

ἐνοικοδομεῖτον

복수 ἐνοικοδομοῦμεν

ἐνοικοδομεῖτε

ἐνοικοδομοῦσιν*

접속법단수 ἐνοικοδομῶ

ἐνοικοδομῇς

ἐνοικοδομῇ

쌍수 ἐνοικοδομῆτον

ἐνοικοδομῆτον

복수 ἐνοικοδομῶμεν

ἐνοικοδομῆτε

ἐνοικοδομῶσιν*

기원법단수 ἐνοικοδομοῖμι

ἐνοικοδομοῖς

ἐνοικοδομοῖ

쌍수 ἐνοικοδομοῖτον

ἐνοικοδομοίτην

복수 ἐνοικοδομοῖμεν

ἐνοικοδομοῖτε

ἐνοικοδομοῖεν

명령법단수 ἐνοικοδόμει

ἐνοικοδομείτω

쌍수 ἐνοικοδομεῖτον

ἐνοικοδομείτων

복수 ἐνοικοδομεῖτε

ἐνοικοδομούντων, ἐνοικοδομείτωσαν

부정사 ἐνοικοδομεῖν

분사 남성여성중성
ἐνοικοδομων

ἐνοικοδομουντος

ἐνοικοδομουσα

ἐνοικοδομουσης

ἐνοικοδομουν

ἐνοικοδομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνοικοδομοῦμαι

ἐνοικοδομεῖ, ἐνοικοδομῇ

ἐνοικοδομεῖται

쌍수 ἐνοικοδομεῖσθον

ἐνοικοδομεῖσθον

복수 ἐνοικοδομούμεθα

ἐνοικοδομεῖσθε

ἐνοικοδομοῦνται

접속법단수 ἐνοικοδομῶμαι

ἐνοικοδομῇ

ἐνοικοδομῆται

쌍수 ἐνοικοδομῆσθον

ἐνοικοδομῆσθον

복수 ἐνοικοδομώμεθα

ἐνοικοδομῆσθε

ἐνοικοδομῶνται

기원법단수 ἐνοικοδομοίμην

ἐνοικοδομοῖο

ἐνοικοδομοῖτο

쌍수 ἐνοικοδομοῖσθον

ἐνοικοδομοίσθην

복수 ἐνοικοδομοίμεθα

ἐνοικοδομοῖσθε

ἐνοικοδομοῖντο

명령법단수 ἐνοικοδομοῦ

ἐνοικοδομείσθω

쌍수 ἐνοικοδομεῖσθον

ἐνοικοδομείσθων

복수 ἐνοικοδομεῖσθε

ἐνοικοδομείσθων, ἐνοικοδομείσθωσαν

부정사 ἐνοικοδομεῖσθαι

분사 남성여성중성
ἐνοικοδομουμενος

ἐνοικοδομουμενου

ἐνοικοδομουμενη

ἐνοικοδομουμενης

ἐνοικοδομουμενον

ἐνοικοδομουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to build in

  2. 기르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION