Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμμελής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμμελής ἐμμελές

Structure: ἐμμελη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: e)n, me/los

Sense

  1. sounding in unison, in tune or time, harmonious
  2. in tune or harmony, orderly, suitable, proper, graceful, elegant
  3. harmoniously, suitably, decorously

Examples

  • εἴτ’ οὖν ^ φωνῆσ εὐμοιρίαν ζητεῖσ, ποῦ ἂν ἀλλαχόθι εὑρ́οισ, ἢ ποῖον πολυφωνότερον ἄκουσμα ἢ ἐμμελέστερον ; (Lucian, De saltatione, (no name) 72:2)
  • πολὺ γὰρ ἐμμελέστερον πρότερον χέσαι πλεῖν ἢ τριάκονθ’ ἡμέρασ. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Episode 3:4)
  • τότ’ οὖν τὸ αἷμα παντὸσ ἐμμελέστερον φυτουργοῦ καὶ ὀχετηγοῦ πρὸσ ἑτέραν ἀφ’ ἑτέρασ ἐκτρέπουσα καὶ μεταλαμβάνουσα χρείαν, ἔχει παρεσκευασμένασ οἱο͂ν ἐγγείουσ τινασ κρήνασ νάματοσ ἐπιρρέοντοσ, οὐκ ἀργῶσ οὐδ’ ἀπαθῶσ ὑποδεχομένασ ἀλλὰ καὶ πνεύματοσ ἠπίῳ θερμότητι καὶ μαλακῇ θηλύτητι ἐκπέψαι καὶ λεᾶναι καὶ μεταβαλεῖν δυναμένασ· (Plutarch, De amore prolis, section 3 4:1)
  • "Θάμυριν δὲ τὸ γένοσ Θρᾷκα εὐφωνότερον καὶ ἐμμελέστερον πάντων τῶν τότε ᾆσαι, ὡσ ταῖσ; (Pseudo-Plutarch, De musica, section 3 1:8)
  • ἐμμελέστερον γὰρ φαίνεται διὰ τὸ ἐπαχθεῖσ τὰσ ὑπερβολὰσ εἶναι. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 4 135:4)

Synonyms

  1. sounding in unison

  2. harmoniously

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION