Ancient Greek-English Dictionary Language

ἑλιγμός

Second declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἑλιγμός

Etym.: e(li/ssw

Sense

  1. a winding, convolution

Examples

  • ὡσ γὰρ οἱ δῖνοι τῶν ἅμα κύκλῳ καταφερομένων σωμάτων οὐκ ἐπικρατοῦσι βεβαίωσ, ἀλλὰ κύκλῳ μὲν ὑπ’ ἀνάγκησ φερομένων κάτω δὲ φύσει ῥεπόντων γίγνεταί τισ ἐξ ἀμφοῖν ταραχώδησ καὶ παράφοροσ ἑλιγμόσ, οὕτωσ ὁ καλούμενοσ ἐνθουσιασμὸσ ἐοίκε μῖξισ εἶναι κινήσεων δυοῖν, τὴν μὲν ὡσ πέπονθε τῆσ ψυχῆσ ἅμα τὴν δ’ ὡσ πέφυκε κινουμένησ. (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 2110)

Synonyms

  1. a winding

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION