Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐκλιμπάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐκλιμπάνω

Structure: ἐκλιμπάν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: = e)klei/pw

Sense

  1. to abandon
  2. to cease

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκλιμπάνω ἐκλιμπάνεις ἐκλιμπάνει
Dual ἐκλιμπάνετον ἐκλιμπάνετον
Plural ἐκλιμπάνομεν ἐκλιμπάνετε ἐκλιμπάνουσιν*
SubjunctiveSingular ἐκλιμπάνω ἐκλιμπάνῃς ἐκλιμπάνῃ
Dual ἐκλιμπάνητον ἐκλιμπάνητον
Plural ἐκλιμπάνωμεν ἐκλιμπάνητε ἐκλιμπάνωσιν*
OptativeSingular ἐκλιμπάνοιμι ἐκλιμπάνοις ἐκλιμπάνοι
Dual ἐκλιμπάνοιτον ἐκλιμπανοίτην
Plural ἐκλιμπάνοιμεν ἐκλιμπάνοιτε ἐκλιμπάνοιεν
ImperativeSingular ἐκλίμπανε ἐκλιμπανέτω
Dual ἐκλιμπάνετον ἐκλιμπανέτων
Plural ἐκλιμπάνετε ἐκλιμπανόντων, ἐκλιμπανέτωσαν
Infinitive ἐκλιμπάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκλιμπανων ἐκλιμπανοντος ἐκλιμπανουσα ἐκλιμπανουσης ἐκλιμπανον ἐκλιμπανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκλιμπάνομαι ἐκλιμπάνει, ἐκλιμπάνῃ ἐκλιμπάνεται
Dual ἐκλιμπάνεσθον ἐκλιμπάνεσθον
Plural ἐκλιμπανόμεθα ἐκλιμπάνεσθε ἐκλιμπάνονται
SubjunctiveSingular ἐκλιμπάνωμαι ἐκλιμπάνῃ ἐκλιμπάνηται
Dual ἐκλιμπάνησθον ἐκλιμπάνησθον
Plural ἐκλιμπανώμεθα ἐκλιμπάνησθε ἐκλιμπάνωνται
OptativeSingular ἐκλιμπανοίμην ἐκλιμπάνοιο ἐκλιμπάνοιτο
Dual ἐκλιμπάνοισθον ἐκλιμπανοίσθην
Plural ἐκλιμπανοίμεθα ἐκλιμπάνοισθε ἐκλιμπάνοιντο
ImperativeSingular ἐκλιμπάνου ἐκλιμπανέσθω
Dual ἐκλιμπάνεσθον ἐκλιμπανέσθων
Plural ἐκλιμπάνεσθε ἐκλιμπανέσθων, ἐκλιμπανέσθωσαν
Infinitive ἐκλιμπάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκλιμπανομενος ἐκλιμπανομενου ἐκλιμπανομενη ἐκλιμπανομενης ἐκλιμπανομενον ἐκλιμπανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω ποιμένα ἐπὶ τὴν γῆν. τὸ ἐκλιμπάνον οὐ μὴ ἐπισκέψηται καὶ τὸ ἐσκορπισμένον οὐ μὴ ζητήσῃ καὶ τὸ συντετριμμένον οὐ μὴ ἰάσηται καὶ τὸ ὁλόκληρον οὐ μὴ κατευθύνῃ καὶ τὰ κρέα τῶν ἐκλεκτῶν καταφάγεται καὶ τούσ ἀστραγάλουσ αὐτῶν ἐκστρέψει. (Septuagint, Prophetia Zachariae 11:16)

Synonyms

  1. to abandon

  2. to cease

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION