헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐφοδιάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐφοδιάζω ἐφοδιάσω

형태분석: ἐφοδιάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)fo/dion

  1. 유지하다, 보존하다, 지키다, 지속하다
  1. to furnish with supplies for a journey
  2. having seen, were paid, to maintain

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφοδιάζω

ἐφοδιάζεις

ἐφοδιάζει

쌍수 ἐφοδιάζετον

ἐφοδιάζετον

복수 ἐφοδιάζομεν

ἐφοδιάζετε

ἐφοδιάζουσιν*

접속법단수 ἐφοδιάζω

ἐφοδιάζῃς

ἐφοδιάζῃ

쌍수 ἐφοδιάζητον

ἐφοδιάζητον

복수 ἐφοδιάζωμεν

ἐφοδιάζητε

ἐφοδιάζωσιν*

기원법단수 ἐφοδιάζοιμι

ἐφοδιάζοις

ἐφοδιάζοι

쌍수 ἐφοδιάζοιτον

ἐφοδιαζοίτην

복수 ἐφοδιάζοιμεν

ἐφοδιάζοιτε

ἐφοδιάζοιεν

명령법단수 ἐφοδίαζε

ἐφοδιαζέτω

쌍수 ἐφοδιάζετον

ἐφοδιαζέτων

복수 ἐφοδιάζετε

ἐφοδιαζόντων, ἐφοδιαζέτωσαν

부정사 ἐφοδιάζειν

분사 남성여성중성
ἐφοδιαζων

ἐφοδιαζοντος

ἐφοδιαζουσα

ἐφοδιαζουσης

ἐφοδιαζον

ἐφοδιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφοδιάζομαι

ἐφοδιάζει, ἐφοδιάζῃ

ἐφοδιάζεται

쌍수 ἐφοδιάζεσθον

ἐφοδιάζεσθον

복수 ἐφοδιαζόμεθα

ἐφοδιάζεσθε

ἐφοδιάζονται

접속법단수 ἐφοδιάζωμαι

ἐφοδιάζῃ

ἐφοδιάζηται

쌍수 ἐφοδιάζησθον

ἐφοδιάζησθον

복수 ἐφοδιαζώμεθα

ἐφοδιάζησθε

ἐφοδιάζωνται

기원법단수 ἐφοδιαζοίμην

ἐφοδιάζοιο

ἐφοδιάζοιτο

쌍수 ἐφοδιάζοισθον

ἐφοδιαζοίσθην

복수 ἐφοδιαζοίμεθα

ἐφοδιάζοισθε

ἐφοδιάζοιντο

명령법단수 ἐφοδιάζου

ἐφοδιαζέσθω

쌍수 ἐφοδιάζεσθον

ἐφοδιαζέσθων

복수 ἐφοδιάζεσθε

ἐφοδιαζέσθων, ἐφοδιαζέσθωσαν

부정사 ἐφοδιάζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐφοδιαζομενος

ἐφοδιαζομενου

ἐφοδιαζομενη

ἐφοδιαζομενης

ἐφοδιαζομενον

ἐφοδιαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφοδιάσω

ἐφοδιάσεις

ἐφοδιάσει

쌍수 ἐφοδιάσετον

ἐφοδιάσετον

복수 ἐφοδιάσομεν

ἐφοδιάσετε

ἐφοδιάσουσιν*

기원법단수 ἐφοδιάσοιμι

ἐφοδιάσοις

ἐφοδιάσοι

쌍수 ἐφοδιάσοιτον

ἐφοδιασοίτην

복수 ἐφοδιάσοιμεν

ἐφοδιάσοιτε

ἐφοδιάσοιεν

부정사 ἐφοδιάσειν

분사 남성여성중성
ἐφοδιασων

ἐφοδιασοντος

ἐφοδιασουσα

ἐφοδιασουσης

ἐφοδιασον

ἐφοδιασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφοδιάσομαι

ἐφοδιάσει, ἐφοδιάσῃ

ἐφοδιάσεται

쌍수 ἐφοδιάσεσθον

ἐφοδιάσεσθον

복수 ἐφοδιασόμεθα

ἐφοδιάσεσθε

ἐφοδιάσονται

기원법단수 ἐφοδιασοίμην

ἐφοδιάσοιο

ἐφοδιάσοιτο

쌍수 ἐφοδιάσοισθον

ἐφοδιασοίσθην

복수 ἐφοδιασοίμεθα

ἐφοδιάσοισθε

ἐφοδιάσοιντο

부정사 ἐφοδιάσεσθαι

분사 남성여성중성
ἐφοδιασομενος

ἐφοδιασομενου

ἐφοδιασομενη

ἐφοδιασομενης

ἐφοδιασομενον

ἐφοδιασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to furnish with supplies for a journey

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION