Ancient Greek-English Dictionary Language

διαρρίπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαρρίπτω διαρρίψω

Structure: διαρρίπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to cast or shoot through
  2. to cast or throw about, to wag
  3. to throw about
  4. to plunge

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαρρίπτω διαρρίπτεις διαρρίπτει
Dual διαρρίπτετον διαρρίπτετον
Plural διαρρίπτομεν διαρρίπτετε διαρρίπτουσιν*
SubjunctiveSingular διαρρίπτω διαρρίπτῃς διαρρίπτῃ
Dual διαρρίπτητον διαρρίπτητον
Plural διαρρίπτωμεν διαρρίπτητε διαρρίπτωσιν*
OptativeSingular διαρρίπτοιμι διαρρίπτοις διαρρίπτοι
Dual διαρρίπτοιτον διαρριπτοίτην
Plural διαρρίπτοιμεν διαρρίπτοιτε διαρρίπτοιεν
ImperativeSingular διάρριπτε διαρριπτέτω
Dual διαρρίπτετον διαρριπτέτων
Plural διαρρίπτετε διαρριπτόντων, διαρριπτέτωσαν
Infinitive διαρρίπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαρριπτων διαρριπτοντος διαρριπτουσα διαρριπτουσης διαρριπτον διαρριπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαρρίπτομαι διαρρίπτει, διαρρίπτῃ διαρρίπτεται
Dual διαρρίπτεσθον διαρρίπτεσθον
Plural διαρριπτόμεθα διαρρίπτεσθε διαρρίπτονται
SubjunctiveSingular διαρρίπτωμαι διαρρίπτῃ διαρρίπτηται
Dual διαρρίπτησθον διαρρίπτησθον
Plural διαρριπτώμεθα διαρρίπτησθε διαρρίπτωνται
OptativeSingular διαρριπτοίμην διαρρίπτοιο διαρρίπτοιτο
Dual διαρρίπτοισθον διαρριπτοίσθην
Plural διαρριπτοίμεθα διαρρίπτοισθε διαρρίπτοιντο
ImperativeSingular διαρρίπτου διαρριπτέσθω
Dual διαρρίπτεσθον διαρριπτέσθων
Plural διαρρίπτεσθε διαρριπτέσθων, διαρριπτέσθωσαν
Infinitive διαρρίπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαρριπτομενος διαρριπτομενου διαρριπτομενη διαρριπτομενης διαρριπτομενον διαρριπτομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • > τί δ’ ἂν εἰ ταδὶ τἀγάλματ’ ἀντὶ τῶν πλατῶν γράφων διαρρίπτοιμι; (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode53)

Synonyms

  1. to cast or shoot through

  2. to cast or throw about

  3. to throw about

  4. to plunge

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION