헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπτύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπτύω διαπτύσω

형태분석: δια (접두사) + πτύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 침을 뱉다, 뱉다
  1. to spit upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπτύω

(나는) 침을 뱉는다

διαπτύεις

(너는) 침을 뱉는다

διαπτύει

(그는) 침을 뱉는다

쌍수 διαπτύετον

(너희 둘은) 침을 뱉는다

διαπτύετον

(그 둘은) 침을 뱉는다

복수 διαπτύομεν

(우리는) 침을 뱉는다

διαπτύετε

(너희는) 침을 뱉는다

διαπτύουσιν*

(그들은) 침을 뱉는다

접속법단수 διαπτύω

(나는) 침을 뱉자

διαπτύῃς

(너는) 침을 뱉자

διαπτύῃ

(그는) 침을 뱉자

쌍수 διαπτύητον

(너희 둘은) 침을 뱉자

διαπτύητον

(그 둘은) 침을 뱉자

복수 διαπτύωμεν

(우리는) 침을 뱉자

διαπτύητε

(너희는) 침을 뱉자

διαπτύωσιν*

(그들은) 침을 뱉자

기원법단수 διαπτύοιμι

(나는) 침을 뱉기를 (바라다)

διαπτύοις

(너는) 침을 뱉기를 (바라다)

διαπτύοι

(그는) 침을 뱉기를 (바라다)

쌍수 διαπτύοιτον

(너희 둘은) 침을 뱉기를 (바라다)

διαπτυοίτην

(그 둘은) 침을 뱉기를 (바라다)

복수 διαπτύοιμεν

(우리는) 침을 뱉기를 (바라다)

διαπτύοιτε

(너희는) 침을 뱉기를 (바라다)

διαπτύοιεν

(그들은) 침을 뱉기를 (바라다)

명령법단수 διαπτύε

(너는) 침을 뱉어라

διαπτυέτω

(그는) 침을 뱉어라

쌍수 διαπτύετον

(너희 둘은) 침을 뱉어라

διαπτυέτων

(그 둘은) 침을 뱉어라

복수 διαπτύετε

(너희는) 침을 뱉어라

διαπτυόντων, διαπτυέτωσαν

(그들은) 침을 뱉어라

부정사 διαπτύειν

침을 뱉는 것

분사 남성여성중성
διαπτυων

διαπτυοντος

διαπτυουσα

διαπτυουσης

διαπτυον

διαπτυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπτύομαι

(나는) 침을 뱉어진다

διαπτύει, διαπτύῃ

(너는) 침을 뱉어진다

διαπτύεται

(그는) 침을 뱉어진다

쌍수 διαπτύεσθον

(너희 둘은) 침을 뱉어진다

διαπτύεσθον

(그 둘은) 침을 뱉어진다

복수 διαπτυόμεθα

(우리는) 침을 뱉어진다

διαπτύεσθε

(너희는) 침을 뱉어진다

διαπτύονται

(그들은) 침을 뱉어진다

접속법단수 διαπτύωμαι

(나는) 침을 뱉어지자

διαπτύῃ

(너는) 침을 뱉어지자

διαπτύηται

(그는) 침을 뱉어지자

쌍수 διαπτύησθον

(너희 둘은) 침을 뱉어지자

διαπτύησθον

(그 둘은) 침을 뱉어지자

복수 διαπτυώμεθα

(우리는) 침을 뱉어지자

διαπτύησθε

(너희는) 침을 뱉어지자

διαπτύωνται

(그들은) 침을 뱉어지자

기원법단수 διαπτυοίμην

(나는) 침을 뱉어지기를 (바라다)

διαπτύοιο

(너는) 침을 뱉어지기를 (바라다)

διαπτύοιτο

(그는) 침을 뱉어지기를 (바라다)

쌍수 διαπτύοισθον

(너희 둘은) 침을 뱉어지기를 (바라다)

διαπτυοίσθην

(그 둘은) 침을 뱉어지기를 (바라다)

복수 διαπτυοίμεθα

(우리는) 침을 뱉어지기를 (바라다)

διαπτύοισθε

(너희는) 침을 뱉어지기를 (바라다)

διαπτύοιντο

(그들은) 침을 뱉어지기를 (바라다)

명령법단수 διαπτύου

(너는) 침을 뱉어져라

διαπτυέσθω

(그는) 침을 뱉어져라

쌍수 διαπτύεσθον

(너희 둘은) 침을 뱉어져라

διαπτυέσθων

(그 둘은) 침을 뱉어져라

복수 διαπτύεσθε

(너희는) 침을 뱉어져라

διαπτυέσθων, διαπτυέσθωσαν

(그들은) 침을 뱉어져라

부정사 διαπτύεσθαι

침을 뱉어지는 것

분사 남성여성중성
διαπτυομενος

διαπτυομενου

διαπτυομενη

διαπτυομενης

διαπτυομενον

διαπτυομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπτύσω

(나는) 침을 뱉겠다

διαπτύσεις

(너는) 침을 뱉겠다

διαπτύσει

(그는) 침을 뱉겠다

쌍수 διαπτύσετον

(너희 둘은) 침을 뱉겠다

διαπτύσετον

(그 둘은) 침을 뱉겠다

복수 διαπτύσομεν

(우리는) 침을 뱉겠다

διαπτύσετε

(너희는) 침을 뱉겠다

διαπτύσουσιν*

(그들은) 침을 뱉겠다

기원법단수 διαπτύσοιμι

(나는) 침을 뱉겠기를 (바라다)

διαπτύσοις

(너는) 침을 뱉겠기를 (바라다)

διαπτύσοι

(그는) 침을 뱉겠기를 (바라다)

쌍수 διαπτύσοιτον

(너희 둘은) 침을 뱉겠기를 (바라다)

διαπτυσοίτην

(그 둘은) 침을 뱉겠기를 (바라다)

복수 διαπτύσοιμεν

(우리는) 침을 뱉겠기를 (바라다)

διαπτύσοιτε

(너희는) 침을 뱉겠기를 (바라다)

διαπτύσοιεν

(그들은) 침을 뱉겠기를 (바라다)

부정사 διαπτύσειν

침을 뱉을 것

분사 남성여성중성
διαπτυσων

διαπτυσοντος

διαπτυσουσα

διαπτυσουσης

διαπτυσον

διαπτυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπτύσομαι

(나는) 침을 뱉어지겠다

διαπτύσει, διαπτύσῃ

(너는) 침을 뱉어지겠다

διαπτύσεται

(그는) 침을 뱉어지겠다

쌍수 διαπτύσεσθον

(너희 둘은) 침을 뱉어지겠다

διαπτύσεσθον

(그 둘은) 침을 뱉어지겠다

복수 διαπτυσόμεθα

(우리는) 침을 뱉어지겠다

διαπτύσεσθε

(너희는) 침을 뱉어지겠다

διαπτύσονται

(그들은) 침을 뱉어지겠다

기원법단수 διαπτυσοίμην

(나는) 침을 뱉어지겠기를 (바라다)

διαπτύσοιο

(너는) 침을 뱉어지겠기를 (바라다)

διαπτύσοιτο

(그는) 침을 뱉어지겠기를 (바라다)

쌍수 διαπτύσοισθον

(너희 둘은) 침을 뱉어지겠기를 (바라다)

διαπτυσοίσθην

(그 둘은) 침을 뱉어지겠기를 (바라다)

복수 διαπτυσοίμεθα

(우리는) 침을 뱉어지겠기를 (바라다)

διαπτύσοισθε

(너희는) 침을 뱉어지겠기를 (바라다)

διαπτύσοιντο

(그들은) 침을 뱉어지겠기를 (바라다)

부정사 διαπτύσεσθαι

침을 뱉어질 것

분사 남성여성중성
διαπτυσομενος

διαπτυσομενου

διαπτυσομενη

διαπτυσομενης

διαπτυσομενον

διαπτυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέπτυον

(나는) 침을 뱉고 있었다

διέπτυες

(너는) 침을 뱉고 있었다

διέπτυεν*

(그는) 침을 뱉고 있었다

쌍수 διεπτύετον

(너희 둘은) 침을 뱉고 있었다

διεπτυέτην

(그 둘은) 침을 뱉고 있었다

복수 διεπτύομεν

(우리는) 침을 뱉고 있었다

διεπτύετε

(너희는) 침을 뱉고 있었다

διέπτυον

(그들은) 침을 뱉고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπτυόμην

(나는) 침을 뱉어지고 있었다

διεπτύου

(너는) 침을 뱉어지고 있었다

διεπτύετο

(그는) 침을 뱉어지고 있었다

쌍수 διεπτύεσθον

(너희 둘은) 침을 뱉어지고 있었다

διεπτυέσθην

(그 둘은) 침을 뱉어지고 있었다

복수 διεπτυόμεθα

(우리는) 침을 뱉어지고 있었다

διεπτύεσθε

(너희는) 침을 뱉어지고 있었다

διεπτύοντο

(그들은) 침을 뱉어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ κενοδοξεῖν ἀνόητον μὲν εἶναι καὶ ἐπὶ τῶν ἰδιωτῶν νενόμισται, καὶ μάλιστα τούτων καταγελῶμεν καὶ διαπτύομεν καὶ τελευτῶντεσ ἐλεοῦμεν τοὺσ οὐκ ἐπισταμένουσ τίνι διαφέρει δόξα ψευδὴσ ἀληθοῦσ· (Dio, Chrysostom, Orationes, 54:6)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 54:6)

  • οἱ δὲ Ἰσραηλῖται παραγενομένων τῶν πρέσβεων καὶ δηλωσάντων αὐτοῖσ τὰ παρὰ τοῦ ἰδίου βασιλέωσ οὐ μόνον οὐκ ἐπείσθησαν, ἀλλὰ καὶ τοὺσ πρέσβεισ ὡσ ἀνοήτουσ ἐχλεύασαν, καὶ τοὺσ προφήτασ δὲ ὁμοίωσ ταῦτα παραινοῦντασ καὶ προλέγοντασ ἃ πείσονται μὴ μεταθέμενοι πρὸσ τὴν εὐσέβειαν τοῦ θεοῦ διέπτυον καὶ τελευταῖον συλλαβόντεσ αὐτοὺσ ἀπέκτειναν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 9 328:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 9 328:1)

유의어

  1. 침을 뱉다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION