헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποπτύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποπτύω ἀποπτύσω ἀπέπτυσα

형태분석: ἀπο (접두사) + πτύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뱉다, 침을 뱉다, 게워내다
  2. 혐오하다, 의절하다, 빼앗다, 싫어하다
  1. to spit out, spit
  2. to abominate, spurn, disown

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποπτύω

(나는) 뱉는다

ἀποπτύεις

(너는) 뱉는다

ἀποπτύει

(그는) 뱉는다

쌍수 ἀποπτύετον

(너희 둘은) 뱉는다

ἀποπτύετον

(그 둘은) 뱉는다

복수 ἀποπτύομεν

(우리는) 뱉는다

ἀποπτύετε

(너희는) 뱉는다

ἀποπτύουσιν*

(그들은) 뱉는다

접속법단수 ἀποπτύω

(나는) 뱉자

ἀποπτύῃς

(너는) 뱉자

ἀποπτύῃ

(그는) 뱉자

쌍수 ἀποπτύητον

(너희 둘은) 뱉자

ἀποπτύητον

(그 둘은) 뱉자

복수 ἀποπτύωμεν

(우리는) 뱉자

ἀποπτύητε

(너희는) 뱉자

ἀποπτύωσιν*

(그들은) 뱉자

기원법단수 ἀποπτύοιμι

(나는) 뱉기를 (바라다)

ἀποπτύοις

(너는) 뱉기를 (바라다)

ἀποπτύοι

(그는) 뱉기를 (바라다)

쌍수 ἀποπτύοιτον

(너희 둘은) 뱉기를 (바라다)

ἀποπτυοίτην

(그 둘은) 뱉기를 (바라다)

복수 ἀποπτύοιμεν

(우리는) 뱉기를 (바라다)

ἀποπτύοιτε

(너희는) 뱉기를 (바라다)

ἀποπτύοιεν

(그들은) 뱉기를 (바라다)

명령법단수 ἀποπτύε

(너는) 뱉어라

ἀποπτυέτω

(그는) 뱉어라

쌍수 ἀποπτύετον

(너희 둘은) 뱉어라

ἀποπτυέτων

(그 둘은) 뱉어라

복수 ἀποπτύετε

(너희는) 뱉어라

ἀποπτυόντων, ἀποπτυέτωσαν

(그들은) 뱉어라

부정사 ἀποπτύειν

뱉는 것

분사 남성여성중성
ἀποπτυων

ἀποπτυοντος

ἀποπτυουσα

ἀποπτυουσης

ἀποπτυον

ἀποπτυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποπτύομαι

(나는) 뱉어진다

ἀποπτύει, ἀποπτύῃ

(너는) 뱉어진다

ἀποπτύεται

(그는) 뱉어진다

쌍수 ἀποπτύεσθον

(너희 둘은) 뱉어진다

ἀποπτύεσθον

(그 둘은) 뱉어진다

복수 ἀποπτυόμεθα

(우리는) 뱉어진다

ἀποπτύεσθε

(너희는) 뱉어진다

ἀποπτύονται

(그들은) 뱉어진다

접속법단수 ἀποπτύωμαι

(나는) 뱉어지자

ἀποπτύῃ

(너는) 뱉어지자

ἀποπτύηται

(그는) 뱉어지자

쌍수 ἀποπτύησθον

(너희 둘은) 뱉어지자

ἀποπτύησθον

(그 둘은) 뱉어지자

복수 ἀποπτυώμεθα

(우리는) 뱉어지자

ἀποπτύησθε

(너희는) 뱉어지자

ἀποπτύωνται

(그들은) 뱉어지자

기원법단수 ἀποπτυοίμην

(나는) 뱉어지기를 (바라다)

ἀποπτύοιο

(너는) 뱉어지기를 (바라다)

ἀποπτύοιτο

(그는) 뱉어지기를 (바라다)

쌍수 ἀποπτύοισθον

(너희 둘은) 뱉어지기를 (바라다)

ἀποπτυοίσθην

(그 둘은) 뱉어지기를 (바라다)

복수 ἀποπτυοίμεθα

(우리는) 뱉어지기를 (바라다)

ἀποπτύοισθε

(너희는) 뱉어지기를 (바라다)

ἀποπτύοιντο

(그들은) 뱉어지기를 (바라다)

명령법단수 ἀποπτύου

(너는) 뱉어져라

ἀποπτυέσθω

(그는) 뱉어져라

쌍수 ἀποπτύεσθον

(너희 둘은) 뱉어져라

ἀποπτυέσθων

(그 둘은) 뱉어져라

복수 ἀποπτύεσθε

(너희는) 뱉어져라

ἀποπτυέσθων, ἀποπτυέσθωσαν

(그들은) 뱉어져라

부정사 ἀποπτύεσθαι

뱉어지는 것

분사 남성여성중성
ἀποπτυομενος

ἀποπτυομενου

ἀποπτυομενη

ἀποπτυομενης

ἀποπτυομενον

ἀποπτυομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποπτύσω

(나는) 뱉겠다

ἀποπτύσεις

(너는) 뱉겠다

ἀποπτύσει

(그는) 뱉겠다

쌍수 ἀποπτύσετον

(너희 둘은) 뱉겠다

ἀποπτύσετον

(그 둘은) 뱉겠다

복수 ἀποπτύσομεν

(우리는) 뱉겠다

ἀποπτύσετε

(너희는) 뱉겠다

ἀποπτύσουσιν*

(그들은) 뱉겠다

기원법단수 ἀποπτύσοιμι

(나는) 뱉겠기를 (바라다)

ἀποπτύσοις

(너는) 뱉겠기를 (바라다)

ἀποπτύσοι

(그는) 뱉겠기를 (바라다)

쌍수 ἀποπτύσοιτον

(너희 둘은) 뱉겠기를 (바라다)

ἀποπτυσοίτην

(그 둘은) 뱉겠기를 (바라다)

복수 ἀποπτύσοιμεν

(우리는) 뱉겠기를 (바라다)

ἀποπτύσοιτε

(너희는) 뱉겠기를 (바라다)

ἀποπτύσοιεν

(그들은) 뱉겠기를 (바라다)

부정사 ἀποπτύσειν

뱉을 것

분사 남성여성중성
ἀποπτυσων

ἀποπτυσοντος

ἀποπτυσουσα

ἀποπτυσουσης

ἀποπτυσον

ἀποπτυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποπτύσομαι

(나는) 뱉어지겠다

ἀποπτύσει, ἀποπτύσῃ

(너는) 뱉어지겠다

ἀποπτύσεται

(그는) 뱉어지겠다

쌍수 ἀποπτύσεσθον

(너희 둘은) 뱉어지겠다

ἀποπτύσεσθον

(그 둘은) 뱉어지겠다

복수 ἀποπτυσόμεθα

(우리는) 뱉어지겠다

ἀποπτύσεσθε

(너희는) 뱉어지겠다

ἀποπτύσονται

(그들은) 뱉어지겠다

기원법단수 ἀποπτυσοίμην

(나는) 뱉어지겠기를 (바라다)

ἀποπτύσοιο

(너는) 뱉어지겠기를 (바라다)

ἀποπτύσοιτο

(그는) 뱉어지겠기를 (바라다)

쌍수 ἀποπτύσοισθον

(너희 둘은) 뱉어지겠기를 (바라다)

ἀποπτυσοίσθην

(그 둘은) 뱉어지겠기를 (바라다)

복수 ἀποπτυσοίμεθα

(우리는) 뱉어지겠기를 (바라다)

ἀποπτύσοισθε

(너희는) 뱉어지겠기를 (바라다)

ἀποπτύσοιντο

(그들은) 뱉어지겠기를 (바라다)

부정사 ἀποπτύσεσθαι

뱉어질 것

분사 남성여성중성
ἀποπτυσομενος

ἀποπτυσομενου

ἀποπτυσομενη

ἀποπτυσομενης

ἀποπτυσομενον

ἀποπτυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπέπτυον

(나는) 뱉고 있었다

ἀπέπτυες

(너는) 뱉고 있었다

ἀπέπτυεν*

(그는) 뱉고 있었다

쌍수 ἀπεπτύετον

(너희 둘은) 뱉고 있었다

ἀπεπτυέτην

(그 둘은) 뱉고 있었다

복수 ἀπεπτύομεν

(우리는) 뱉고 있었다

ἀπεπτύετε

(너희는) 뱉고 있었다

ἀπέπτυον

(그들은) 뱉고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεπτυόμην

(나는) 뱉어지고 있었다

ἀπεπτύου

(너는) 뱉어지고 있었다

ἀπεπτύετο

(그는) 뱉어지고 있었다

쌍수 ἀπεπτύεσθον

(너희 둘은) 뱉어지고 있었다

ἀπεπτυέσθην

(그 둘은) 뱉어지고 있었다

복수 ἀπεπτυόμεθα

(우리는) 뱉어지고 있었다

ἀπεπτύεσθε

(너희는) 뱉어지고 있었다

ἀπεπτύοντο

(그들은) 뱉어지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπέπτυσα

(나는) 뱉었다

ἀπέπτυσας

(너는) 뱉었다

ἀπέπτυσεν*

(그는) 뱉었다

쌍수 ἀπεπτύσατον

(너희 둘은) 뱉었다

ἀπεπτυσάτην

(그 둘은) 뱉었다

복수 ἀπεπτύσαμεν

(우리는) 뱉었다

ἀπεπτύσατε

(너희는) 뱉었다

ἀπέπτυσαν

(그들은) 뱉었다

접속법단수 ἀποπτύσω

(나는) 뱉었자

ἀποπτύσῃς

(너는) 뱉었자

ἀποπτύσῃ

(그는) 뱉었자

쌍수 ἀποπτύσητον

(너희 둘은) 뱉었자

ἀποπτύσητον

(그 둘은) 뱉었자

복수 ἀποπτύσωμεν

(우리는) 뱉었자

ἀποπτύσητε

(너희는) 뱉었자

ἀποπτύσωσιν*

(그들은) 뱉었자

기원법단수 ἀποπτύσαιμι

(나는) 뱉었기를 (바라다)

ἀποπτύσαις

(너는) 뱉었기를 (바라다)

ἀποπτύσαι

(그는) 뱉었기를 (바라다)

쌍수 ἀποπτύσαιτον

(너희 둘은) 뱉었기를 (바라다)

ἀποπτυσαίτην

(그 둘은) 뱉었기를 (바라다)

복수 ἀποπτύσαιμεν

(우리는) 뱉었기를 (바라다)

ἀποπτύσαιτε

(너희는) 뱉었기를 (바라다)

ἀποπτύσαιεν

(그들은) 뱉었기를 (바라다)

명령법단수 ἀποπτύσον

(너는) 뱉었어라

ἀποπτυσάτω

(그는) 뱉었어라

쌍수 ἀποπτύσατον

(너희 둘은) 뱉었어라

ἀποπτυσάτων

(그 둘은) 뱉었어라

복수 ἀποπτύσατε

(너희는) 뱉었어라

ἀποπτυσάντων

(그들은) 뱉었어라

부정사 ἀποπτύσαι

뱉었는 것

분사 남성여성중성
ἀποπτυσᾱς

ἀποπτυσαντος

ἀποπτυσᾱσα

ἀποπτυσᾱσης

ἀποπτυσαν

ἀποπτυσαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεπτυσάμην

(나는) 뱉어졌다

ἀπεπτύσω

(너는) 뱉어졌다

ἀπεπτύσατο

(그는) 뱉어졌다

쌍수 ἀπεπτύσασθον

(너희 둘은) 뱉어졌다

ἀπεπτυσάσθην

(그 둘은) 뱉어졌다

복수 ἀπεπτυσάμεθα

(우리는) 뱉어졌다

ἀπεπτύσασθε

(너희는) 뱉어졌다

ἀπεπτύσαντο

(그들은) 뱉어졌다

접속법단수 ἀποπτύσωμαι

(나는) 뱉어졌자

ἀποπτύσῃ

(너는) 뱉어졌자

ἀποπτύσηται

(그는) 뱉어졌자

쌍수 ἀποπτύσησθον

(너희 둘은) 뱉어졌자

ἀποπτύσησθον

(그 둘은) 뱉어졌자

복수 ἀποπτυσώμεθα

(우리는) 뱉어졌자

ἀποπτύσησθε

(너희는) 뱉어졌자

ἀποπτύσωνται

(그들은) 뱉어졌자

기원법단수 ἀποπτυσαίμην

(나는) 뱉어졌기를 (바라다)

ἀποπτύσαιο

(너는) 뱉어졌기를 (바라다)

ἀποπτύσαιτο

(그는) 뱉어졌기를 (바라다)

쌍수 ἀποπτύσαισθον

(너희 둘은) 뱉어졌기를 (바라다)

ἀποπτυσαίσθην

(그 둘은) 뱉어졌기를 (바라다)

복수 ἀποπτυσαίμεθα

(우리는) 뱉어졌기를 (바라다)

ἀποπτύσαισθε

(너희는) 뱉어졌기를 (바라다)

ἀποπτύσαιντο

(그들은) 뱉어졌기를 (바라다)

명령법단수 ἀποπτύσαι

(너는) 뱉어졌어라

ἀποπτυσάσθω

(그는) 뱉어졌어라

쌍수 ἀποπτύσασθον

(너희 둘은) 뱉어졌어라

ἀποπτυσάσθων

(그 둘은) 뱉어졌어라

복수 ἀποπτύσασθε

(너희는) 뱉어졌어라

ἀποπτυσάσθων

(그들은) 뱉어졌어라

부정사 ἀποπτύσεσθαι

뱉어졌는 것

분사 남성여성중성
ἀποπτυσαμενος

ἀποπτυσαμενου

ἀποπτυσαμενη

ἀποπτυσαμενης

ἀποπτυσαμενον

ἀποπτυσαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ σβέσαι τὰσ τῶν οἴστρων φλεγμονὰσ καὶ τὰσ τῶν σωμάτων ἀλγηδόνασ καθ’ ὑπερβολὴν οὔσασ καταπαλαῖσαι καὶ τῇ καλοκαγαθίᾳ τοῦ λογισμοῦ ἀποπτύσαι πάσασ τὰσ τῶν παθῶν ἐπικρατείασ. ‐ (Septuagint, Liber Maccabees IV 3:18)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 3:18)

  • οὑτοσὶ γοῦν καὶ τοὺσ ὀδόντασ ἐοίκεν ἀποπτύσειν ὁ κακοδαίμων, οὕτωσ αἵματοσ αὐτῷ καὶ ψάμμου ἀναπέπλησται τὸ στόμα, πύξ, ὡσ ὁρᾷσ, παταχθέντοσ εἰσ τὴν γνάθον. (Lucian, Anacharsis, (no name) 3:2)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 3:2)

  • μάχασ δὲ Μινυῶν ἃσ ἔτλην ἀπέπτυσαν; (Euripides, Heracles, episode, anapests 3:33)

    (에우리피데스, Heracles, episode, anapests 3:33)

  • ἀπέπτυσα τοιάνδε συγγένειαν ἀλλήλοιν πικράν. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 4:3)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 4:3)

  • ἀπέπτυσα μὲν λόγον, οἱο͂ν οἱο͂ν ἐσοίσομαι. (Euripides, Helen, episode, lyric24)

    (에우리피데스, Helen, episode, lyric24)

  • τὸ στόμα μευ πλύνω καὶ ἀποπτύω τὸ φίλαμα. (Theocritus, Idylls, 6)

    (테오크리토스, Idylls, 6)

유의어

  1. 뱉다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION