헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάμετρος

2군 변화 명사; 여성 수학 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διάμετρος διαμέτρου

형태분석: διαμετρ (어간) + ος (어미)

  1. the diameter or diagonal of a parallelogram
  2. the diameter of a circle

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄλλωσ τε οὐδ’ ὅμοια τἀμὰ τοῖσ τῶν πλουσίων ἐκ διαμέτρου γὰρ ἡμῶν οἱ βίοι, φασίν ὁ μὲν γε τύραννοσ εὐδαίμων εἶναι δοκῶν παρὰ τὸν βίον, φοβερὸσ ἅπασι καὶ περίβλεπτοσ, ἀπολιπὼν χρυσὸν τοσοῦτον καὶ ἀργύριον καὶ ἐσθῆτα καὶ ἵππουσ καὶ δεῖπνα καὶ παῖδασ ὡραίουσ καὶ γυναῖκασ εὐμόρφουσ εἰκότωσ ἠνιᾶτο καὶ ἀποσπώμενοσ αὐτῶν ἤχθετο· (Lucian, Cataplus, (no name) 14:10)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 14:10)

  • καὶ διαμέτρουσ καὶ σφῆνασ. (Aristophanes, Frogs, Episode 1:11)

    (아리스토파네스, Frogs, Episode 1:11)

  • "σκόπει δὲ τὸν Ἄρην καθάπερ ἐν πίνακι χαλκῷ τὴν ἀντικειμένην ἐκ διαμέτρου τῷ Ἔρωτι χώραν ἔχοντα πηλίκασ εἴληχε τιμὰσ ὑπ’ ἀνθρώπων καὶ πάλιν ὅσα κακῶσ ἀκούει, τυφλὸσ γάρ, ὦ γυναῖκεσ, οὐδ’ ὁρῶν Ἄρησ συὸσ προσώπῳ πάντα τυρβάζει κακά. (Plutarch, Amatorius, section 13 2:23)

    (플루타르코스, Amatorius, section 13 2:23)

  • μᾶλλον δ’ ἄν τισ ἀκροατοῦ καταγελάσειεν εἰσ μικρὰ καὶ γλίσχρα προβλήματα τὸν διαλεγόμενον κινοῦντοσ, οἱᾶ τερθρευόμενοί τινεσ τῶν νέων καὶ παρεπιδεικνύμενοι διαλεκτικὴν ἢ μαθηματικὴν ἕξιν εἰώθασι προβάλλειν περὶ τῆσ τῶν ἀορίστων τομῆσ, καὶ τίσ ἡ κατὰ πλευρὰν ἢ κατὰ διάμετρον κίνησισ. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 10 3:2)

    (플루타르코스, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 10 3:2)

  • καὶ μετὰ τὸν πότον ὑελοῦσ πίναξ, δίπηχύσ που τὴν διάμετρον , ἐν θήκῃ κατακείμενοσ ἀργυρᾷ, πλήρησ ἰχθύων ὀπτῶν πάντα γένη συνηθροισμένων, ἅπασί τε προσεδόθη καὶ ἀργυροῦν ἀρτοφόρον ἄρτων Καππαδοκίων, ὧν τὰ μὲν ἐφάγομεν, τὰ δὲ τοῖσ θεράπουσιν ἐπεδώκαμεν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 2 3:12)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 2 3:12)

  • "ἡ μὲν διάμετροσ τῆσ σελήνησ δυοκαίδεκα δακτύλουσ ἔχει τὸ φαινόμενον ἐν τοῖσ μέσοισ ἀποστήμασι μέγεθοσ. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 22 2:3)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 22 2:3)

  • ἂν οὕτωσ θαυμάσειεν ἀνὴρ γεωμετρικὸσ ὡσ εἰ γένοιτο ἡ διάμετροσ μετρητή. (Aristotle, Metaphysics, Book 1 50:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 1 50:1)

  • ἔστιν ἡ διάμετροσ σύμμετροσ, ὅτι ψεῦδοσ. (Aristotle, Metaphysics, Book 5 99:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 5 99:1)

  • οὐκ ἀεὶ δὲ τῷ ἀριθμῷ ἓν τὸ μέτρον ἀλλ’ ἐνίοτε πλείω, οἱο͂ν αἱ διέσεισ δύο, αἱ μὴ κατὰ τὴν ἀκοὴν ἀλλ’ ἐν τοῖσ λόγοισ, καὶ αἱ φωναὶ πλείουσ αἷσ μετροῦμεν, καὶ ἡ διάμετροσ δυσὶ μετρεῖται καὶ ἡ πλευρά, καὶ τὰ μεγέθη πάντα. (Aristotle, Metaphysics, Book 10 21:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 10 21:1)

  • ὥστ’ εἰ ταύτῃ διάμετροσ ὄνομα, ἀπὸ τῆσ διαμέτρου ἄν, ὡσ σὺ φῄσ, ὦ παῖ Μένωνοσ, γίγνοιτ’ ἂν τὸ διπλάσιον χωρίον. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 94:7)

    (플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 94:7)

유의어

  1. the diameter or diagonal of a parallelogram

  2. the diameter of a circle

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION