헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διακομίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διακομίζω διακομιῶ

형태분석: δια (접두사) + κομίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 건너오다, 건너다, 건너가다, 지르다, 넘어서다, 넘어가다
  1. to carry over or across, to carry over what is one's own, to be carried over, to pass over, cross

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακομίζω

(나는) 건너온다

διακομίζεις

(너는) 건너온다

διακομίζει

(그는) 건너온다

쌍수 διακομίζετον

(너희 둘은) 건너온다

διακομίζετον

(그 둘은) 건너온다

복수 διακομίζομεν

(우리는) 건너온다

διακομίζετε

(너희는) 건너온다

διακομίζουσιν*

(그들은) 건너온다

접속법단수 διακομίζω

(나는) 건너오자

διακομίζῃς

(너는) 건너오자

διακομίζῃ

(그는) 건너오자

쌍수 διακομίζητον

(너희 둘은) 건너오자

διακομίζητον

(그 둘은) 건너오자

복수 διακομίζωμεν

(우리는) 건너오자

διακομίζητε

(너희는) 건너오자

διακομίζωσιν*

(그들은) 건너오자

기원법단수 διακομίζοιμι

(나는) 건너오기를 (바라다)

διακομίζοις

(너는) 건너오기를 (바라다)

διακομίζοι

(그는) 건너오기를 (바라다)

쌍수 διακομίζοιτον

(너희 둘은) 건너오기를 (바라다)

διακομιζοίτην

(그 둘은) 건너오기를 (바라다)

복수 διακομίζοιμεν

(우리는) 건너오기를 (바라다)

διακομίζοιτε

(너희는) 건너오기를 (바라다)

διακομίζοιεν

(그들은) 건너오기를 (바라다)

명령법단수 διακόμιζε

(너는) 건너와라

διακομιζέτω

(그는) 건너와라

쌍수 διακομίζετον

(너희 둘은) 건너와라

διακομιζέτων

(그 둘은) 건너와라

복수 διακομίζετε

(너희는) 건너와라

διακομιζόντων, διακομιζέτωσαν

(그들은) 건너와라

부정사 διακομίζειν

건너오는 것

분사 남성여성중성
διακομιζων

διακομιζοντος

διακομιζουσα

διακομιζουσης

διακομιζον

διακομιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακομίζομαι

διακομίζει, διακομίζῃ

διακομίζεται

쌍수 διακομίζεσθον

διακομίζεσθον

복수 διακομιζόμεθα

διακομίζεσθε

διακομίζονται

접속법단수 διακομίζωμαι

διακομίζῃ

διακομίζηται

쌍수 διακομίζησθον

διακομίζησθον

복수 διακομιζώμεθα

διακομίζησθε

διακομίζωνται

기원법단수 διακομιζοίμην

διακομίζοιο

διακομίζοιτο

쌍수 διακομίζοισθον

διακομιζοίσθην

복수 διακομιζοίμεθα

διακομίζοισθε

διακομίζοιντο

명령법단수 διακομίζου

διακομιζέσθω

쌍수 διακομίζεσθον

διακομιζέσθων

복수 διακομίζεσθε

διακομιζέσθων, διακομιζέσθωσαν

부정사 διακομίζεσθαι

분사 남성여성중성
διακομιζομενος

διακομιζομενου

διακομιζομενη

διακομιζομενης

διακομιζομενον

διακομιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακομίω

(나는) 건너오겠다

διακομίεις

(너는) 건너오겠다

διακομίει

(그는) 건너오겠다

쌍수 διακομίειτον

(너희 둘은) 건너오겠다

διακομίειτον

(그 둘은) 건너오겠다

복수 διακομίουμεν

(우리는) 건너오겠다

διακομίειτε

(너희는) 건너오겠다

διακομίουσιν*

(그들은) 건너오겠다

기원법단수 διακομίοιμι

(나는) 건너오겠기를 (바라다)

διακομίοις

(너는) 건너오겠기를 (바라다)

διακομίοι

(그는) 건너오겠기를 (바라다)

쌍수 διακομίοιτον

(너희 둘은) 건너오겠기를 (바라다)

διακομιοίτην

(그 둘은) 건너오겠기를 (바라다)

복수 διακομίοιμεν

(우리는) 건너오겠기를 (바라다)

διακομίοιτε

(너희는) 건너오겠기를 (바라다)

διακομίοιεν

(그들은) 건너오겠기를 (바라다)

부정사 διακομίειν

건너올 것

분사 남성여성중성
διακομιων

διακομιουντος

διακομιουσα

διακομιουσης

διακομιουν

διακομιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακομίουμαι

διακομίει, διακομίῃ

διακομίειται

쌍수 διακομίεισθον

διακομίεισθον

복수 διακομιοῦμεθα

διακομίεισθε

διακομίουνται

기원법단수 διακομιοίμην

διακομίοιο

διακομίοιτο

쌍수 διακομίοισθον

διακομιοίσθην

복수 διακομιοίμεθα

διακομίοισθε

διακομίοιντο

부정사 διακομίεισθαι

분사 남성여성중성
διακομιουμενος

διακομιουμενου

διακομιουμενη

διακομιουμενης

διακομιουμενον

διακομιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεκόμιζον

(나는) 건너오고 있었다

διεκόμιζες

(너는) 건너오고 있었다

διεκόμιζεν*

(그는) 건너오고 있었다

쌍수 διεκομίζετον

(너희 둘은) 건너오고 있었다

διεκομιζέτην

(그 둘은) 건너오고 있었다

복수 διεκομίζομεν

(우리는) 건너오고 있었다

διεκομίζετε

(너희는) 건너오고 있었다

διεκόμιζον

(그들은) 건너오고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεκομιζόμην

διεκομίζου

διεκομίζετο

쌍수 διεκομίζεσθον

διεκομιζέσθην

복수 διεκομιζόμεθα

διεκομίζεσθε

διεκομίζοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῖσ δὲ πλείστοισ αὐτῶν ὑπάρχουσιν οἰνῶνεσ ἐγγὺσ τῆσ θαλάσσησ, εἰσ οὓσ δι’ ὀχετῶν τῶν οἴνων ἐκ τῶν ἀγρῶν ἀφειμένων τὸν μὲν ἔξω τῆσ χώρασ πιπράσκεσθαι, τὸν δὲ εἰσ τὴν πόλιν τοῖσ πλοίοισ διακομίζεσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 17 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 17 2:1)

  • "καὶ τῶν νήσων ὀλίγασ μὲν ἐκπλεῖν κατὰ πόρον καὶ διακομίζεσθαι πέραν τοῦ ῥεύματοσ, ἄλλασ δὲ πολλὰσ ἐφέλκεσθαι τῇ σχεδὸν ὑποφερομένασ. (Plutarch, De genio Socratis, section 227)

    (플루타르코스, De genio Socratis, section 227)

유의어

  1. 건너오다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION