헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξηραίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ξηραίνω

형태분석: ξηραίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: chro/s

  1. 마르다, 말리다, 메마르다, 바싹 마르다
  1. to parch up, dry up, to become or be dry, parched
  2. to lay dry

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξηραίνω

(나는) 마른다

ξηραίνεις

(너는) 마른다

ξηραίνει

(그는) 마른다

쌍수 ξηραίνετον

(너희 둘은) 마른다

ξηραίνετον

(그 둘은) 마른다

복수 ξηραίνομεν

(우리는) 마른다

ξηραίνετε

(너희는) 마른다

ξηραίνουσιν*

(그들은) 마른다

접속법단수 ξηραίνω

(나는) 마르자

ξηραίνῃς

(너는) 마르자

ξηραίνῃ

(그는) 마르자

쌍수 ξηραίνητον

(너희 둘은) 마르자

ξηραίνητον

(그 둘은) 마르자

복수 ξηραίνωμεν

(우리는) 마르자

ξηραίνητε

(너희는) 마르자

ξηραίνωσιν*

(그들은) 마르자

기원법단수 ξηραίνοιμι

(나는) 마르기를 (바라다)

ξηραίνοις

(너는) 마르기를 (바라다)

ξηραίνοι

(그는) 마르기를 (바라다)

쌍수 ξηραίνοιτον

(너희 둘은) 마르기를 (바라다)

ξηραινοίτην

(그 둘은) 마르기를 (바라다)

복수 ξηραίνοιμεν

(우리는) 마르기를 (바라다)

ξηραίνοιτε

(너희는) 마르기를 (바라다)

ξηραίνοιεν

(그들은) 마르기를 (바라다)

명령법단수 ξήραινε

(너는) 말라라

ξηραινέτω

(그는) 말라라

쌍수 ξηραίνετον

(너희 둘은) 말라라

ξηραινέτων

(그 둘은) 말라라

복수 ξηραίνετε

(너희는) 말라라

ξηραινόντων, ξηραινέτωσαν

(그들은) 말라라

부정사 ξηραίνειν

마르는 것

분사 남성여성중성
ξηραινων

ξηραινοντος

ξηραινουσα

ξηραινουσης

ξηραινον

ξηραινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξηραίνομαι

(나는) 말러진다

ξηραίνει, ξηραίνῃ

(너는) 말러진다

ξηραίνεται

(그는) 말러진다

쌍수 ξηραίνεσθον

(너희 둘은) 말러진다

ξηραίνεσθον

(그 둘은) 말러진다

복수 ξηραινόμεθα

(우리는) 말러진다

ξηραίνεσθε

(너희는) 말러진다

ξηραίνονται

(그들은) 말러진다

접속법단수 ξηραίνωμαι

(나는) 말러지자

ξηραίνῃ

(너는) 말러지자

ξηραίνηται

(그는) 말러지자

쌍수 ξηραίνησθον

(너희 둘은) 말러지자

ξηραίνησθον

(그 둘은) 말러지자

복수 ξηραινώμεθα

(우리는) 말러지자

ξηραίνησθε

(너희는) 말러지자

ξηραίνωνται

(그들은) 말러지자

기원법단수 ξηραινοίμην

(나는) 말러지기를 (바라다)

ξηραίνοιο

(너는) 말러지기를 (바라다)

ξηραίνοιτο

(그는) 말러지기를 (바라다)

쌍수 ξηραίνοισθον

(너희 둘은) 말러지기를 (바라다)

ξηραινοίσθην

(그 둘은) 말러지기를 (바라다)

복수 ξηραινοίμεθα

(우리는) 말러지기를 (바라다)

ξηραίνοισθε

(너희는) 말러지기를 (바라다)

ξηραίνοιντο

(그들은) 말러지기를 (바라다)

명령법단수 ξηραίνου

(너는) 말러져라

ξηραινέσθω

(그는) 말러져라

쌍수 ξηραίνεσθον

(너희 둘은) 말러져라

ξηραινέσθων

(그 둘은) 말러져라

복수 ξηραίνεσθε

(너희는) 말러져라

ξηραινέσθων, ξηραινέσθωσαν

(그들은) 말러져라

부정사 ξηραίνεσθαι

말러지는 것

분사 남성여성중성
ξηραινομενος

ξηραινομενου

ξηραινομενη

ξηραινομενης

ξηραινομενον

ξηραινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξήραινον

(나는) 마르고 있었다

ἐξήραινες

(너는) 마르고 있었다

ἐξήραινεν*

(그는) 마르고 있었다

쌍수 ἐξηραίνετον

(너희 둘은) 마르고 있었다

ἐξηραινέτην

(그 둘은) 마르고 있었다

복수 ἐξηραίνομεν

(우리는) 마르고 있었다

ἐξηραίνετε

(너희는) 마르고 있었다

ἐξήραινον

(그들은) 마르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξηραινόμην

(나는) 말러지고 있었다

ἐξηραίνου

(너는) 말러지고 있었다

ἐξηραίνετο

(그는) 말러지고 있었다

쌍수 ἐξηραίνεσθον

(너희 둘은) 말러지고 있었다

ἐξηραινέσθην

(그 둘은) 말러지고 있었다

복수 ἐξηραινόμεθα

(우리는) 말러지고 있었다

ἐξηραίνεσθε

(너희는) 말러지고 있었다

ἐξηραίνοντο

(그들은) 말러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπινοῆσαι γὰρ αὐτὸν ἔτι παῖδα τὴν ἡλικίαν ὄντα τοῦ μὲν οἴνου τὴν φύσιν τε καὶ χρείαν, ἀποθλίψαντα βότρυσ τῆσ αὐτοφυοῦσ ἀμπέλου, τῶν δ’ ὡραίων τὰ δυνάμενα μὲν ξηραίνεσθαι καὶ πρὸσ ἀποθησαυρισμὸν ὄντα χρήσιμα, μετὰ δὲ ταῦτα καὶ τὰσ ἑκάστων κατὰ τρόπον φυτείασ εὑρεῖν, καὶ βουληθῆναι τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων μεταδοῦναι τῶν ἰδίων εὑρημάτων, ἐλπίσαντα διὰ τὸ μέγεθοσ τῆσ εὐεργεσίασ ἀθανάτων τεύξεσθαι τιμῶν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 70 8:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 70 8:1)

  • τὸν μὲν γὰρ ποταμὸν, ἑώσ ἂν ἀπῇ τἄλλα ἃ κωλύει, εἰκόσ ἐστι καὶ ὑπὸ τῆσ χιόνοσ καὶ ἐξ ὄμβρων αὐξανόμενον κατιέναι, κατιόντοσ δ’ αὐτοῦ τὴν γῆν πληρουμένην καὶ διοιδοῦσαν ἀφιέναι κάτω νοτίδασ εἰσ τὰ πλάγια, οὐ διὰ τὴν θέρμην οὐδ’ ὑπὸ τοῦ ξηραίνεσθαι ‐ γελοῖον γὰρ τὴν αὐτὴν οὐκ ἔχουσαν τὸ ἀναγκαῖον ὕδωρ ἀποστέλλειν τὸ περιττὸν ἑτέρωσε ‐ ἀλλὰ τοὐναντίον τῷ πλεονάζοντι παρέχουσαν τοὺσ ἐγχωροῦντασ ἀδήλουσ ὀχετούσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 20:6)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 20:6)

유의어

  1. 마르다

  2. to lay dry

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION