Ancient Greek-English Dictionary Language

βιοτεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βιοτεύω

Structure: βιοτεύ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: From bioth/

Sense

  1. to live
  2. to get food, to live by or off

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βιοτεύω βιοτεύεις βιοτεύει
Dual βιοτεύετον βιοτεύετον
Plural βιοτεύομεν βιοτεύετε βιοτεύουσιν*
SubjunctiveSingular βιοτεύω βιοτεύῃς βιοτεύῃ
Dual βιοτεύητον βιοτεύητον
Plural βιοτεύωμεν βιοτεύητε βιοτεύωσιν*
OptativeSingular βιοτεύοιμι βιοτεύοις βιοτεύοι
Dual βιοτεύοιτον βιοτευοίτην
Plural βιοτεύοιμεν βιοτεύοιτε βιοτεύοιεν
ImperativeSingular βιότευε βιοτευέτω
Dual βιοτεύετον βιοτευέτων
Plural βιοτεύετε βιοτευόντων, βιοτευέτωσαν
Infinitive βιοτεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
βιοτευων βιοτευοντος βιοτευουσα βιοτευουσης βιοτευον βιοτευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βιοτεύομαι βιοτεύει, βιοτεύῃ βιοτεύεται
Dual βιοτεύεσθον βιοτεύεσθον
Plural βιοτευόμεθα βιοτεύεσθε βιοτεύονται
SubjunctiveSingular βιοτεύωμαι βιοτεύῃ βιοτεύηται
Dual βιοτεύησθον βιοτεύησθον
Plural βιοτευώμεθα βιοτεύησθε βιοτεύωνται
OptativeSingular βιοτευοίμην βιοτεύοιο βιοτεύοιτο
Dual βιοτεύοισθον βιοτευοίσθην
Plural βιοτευοίμεθα βιοτεύοισθε βιοτεύοιντο
ImperativeSingular βιοτεύου βιοτευέσθω
Dual βιοτεύεσθον βιοτευέσθων
Plural βιοτεύεσθε βιοτευέσθων, βιοτευέσθωσαν
Infinitive βιοτεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
βιοτευομενος βιοτευομενου βιοτευομενη βιοτευομενης βιοτευομενον βιοτευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to live

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION