- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βαφή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: baphē 고전 발음: [바페:] 신약 발음: [바페]

기본형: βαφή βαφῆς

형태분석: βαφ (어간) + η (어미)

어원: βάπτω

  1. 무자맥질, 멱
  1. a dipping
  2. the temper of a blade
  3. dye

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βαφή

무자맥질이

βαφά

무자맥질들이

βαφαί

무자맥질들이

속격 βαφῆς

무자맥질의

βαφαῖν

무자맥질들의

βαφῶν

무자맥질들의

여격 βαφῇ

무자맥질에게

βαφαῖν

무자맥질들에게

βαφαῖς

무자맥질들에게

대격 βαφήν

무자맥질을

βαφά

무자맥질들을

βαφάς

무자맥질들을

호격 βαφή

무자맥질아

βαφά

무자맥질들아

βαφαί

무자맥질들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ γὰρ αὐτοὺς μετέβαπτεν ἡ σοφία παραλαβοῦσα, ὁπόσοι μὲν εἰς κόρον ἔπιον τῆς βαφῆς, χρηστοὶ ἀκριβῶς ἀπετελέσθησαν ἀμιγεῖς ἑτέρων χρωμάτων, καὶ πρός γε τὴν σὴν ὑποδοχὴν οὗτοι ἑτοιμότατοι: (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 8:11)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 8:11)

  • μικρὸς γὰρ ἦν ὁ τῶν ὁρ´κων φόβος, εἰ μὴ διὰ τῆς παιδείας καὶ τῆς ἀγωγῆς οἱο῀ν ἀνέδευσε τοῖς ἤθεσι τῶν παίδων τοὺς νόμους, καὶ συνῳκείωσε τῇ τροφῇ τὸν ζῆλον τῆς πολιτείας, ὥστε πεντακοσίων ἐτῶν πλείω χρόνον τὰ κυριώτατα καὶ μέγιστα διαμεῖναι τῆς νομοθεσίας, ὥσπερ βαφῆς ἀκράτου καὶ ἰσχυρῶς καθαψαμένης. (Plutarch, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 4 5:2)

    (플루타르코스, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 4 5:2)

  • παροξυνθεὶς δὲ ὁ Πύρρος ἐπέστρεψε βίᾳ τῶν ὑπασπιστῶν, καὶ μετ ὀργῆς αἵματι πεφυρμένος καὶ δεινὸς ὀφθῆναι τὸ πρόσωπον ὠσάμενος δι αὐτῶν καὶ φθάσας τὸν βάρβαρον ἔπληξε κατὰ τῆς κεφαλῆς τῷ ξίφει πληγὴν ῥώμῃ τε τῆς χειρὸς ἅμα καὶ βαφῆς ἀρετῇ τοῦ σιδήρου μέχρι τῶν κάτω διαδραμοῦσαν, ὥστε ἑνὶ χρόνῳ περιπεσεῖν ἑκατέρωσε τὰ μέρη τοῦ σώματος διχοτομηθέντος. (Plutarch, chapter 24 3:1)

    (플루타르코스, chapter 24 3:1)

  • οὐκοῦν οἶσθα, ἦν δ ἐγώ, ὅτι οἱ βαφῆς, ἐπειδὰν βουληθῶσι βάψαι ἔρια ὥστ εἶναι ἁλουργά, πρῶτον μὲν ἐκλέγονται ἐκ τοσούτων χρωμάτων μίαν φύσιν τὴν τῶν λευκῶν, ἔπειτα προπαρασκευάζουσιν, οὐκ ὀλίγῃ παρασκευῇ θεραπεύσαντες ὅπως δέξεται ὅτι μάλιστα τὸ ἄνθος, καὶ οὕτω δὴ βάπτουσι. (Plato, Republic, book 4 227:1)

    (플라톤, Republic, book 4 227:1)

  • εἰπόντων δὲ τῶν Ἰχθυοφάγων τὴν ἀληθείην περὶ τῆς πορφύρης καὶ τῆς βαφῆς, δολεροὺς μὲν τοὺς ἀνθρώπους ἔφη εἶναι, δολερὰ δὲ αὐτῶν τὰ εἵματα. (Herodotus, The Histories, book 3, chapter 22 2:3)

    (헤로도토스, The Histories, book 3, chapter 22 2:3)

유의어

  1. 무자맥질

  2. dye

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION