- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βαφή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: baphē 고전 발음: [바페:] 신약 발음: [바페]

기본형: βαφή βαφῆς

형태분석: βαφ (어간) + η (어미)

어원: βάπτω

  1. 무자맥질, 멱
  1. a dipping
  2. the temper of a blade
  3. dye

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βαφή

무자맥질이

βαφά

무자맥질들이

βαφαί

무자맥질들이

속격 βαφῆς

무자맥질의

βαφαῖν

무자맥질들의

βαφῶν

무자맥질들의

여격 βαφῇ

무자맥질에게

βαφαῖν

무자맥질들에게

βαφαῖς

무자맥질들에게

대격 βαφήν

무자맥질을

βαφά

무자맥질들을

βαφάς

무자맥질들을

호격 βαφή

무자맥질아

βαφά

무자맥질들아

βαφαί

무자맥질들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἵ τε βαφαὶ τῶν Μηδικῶν καὶ Σκυθικῶν χιτώνων ἀναμεμιγμέναι χαλκῷ καὶ σιδήρῳ λάμποντι πυροειδῆ καὶ φοβερὰν ἐν τῷ σαλεύεσθαι καὶ διαφέρεσθαι προσέβαλον ὄψιν, ὥστε τοὺς Ῥωμαίους ὑπὸ τόν χάρακα συστέλλειν ἑαυτούς, καὶ τόν Σύλλαν μηδενὶ λόγῳ τὸ θάμβος αὐτῶν ἀφελεῖν δυνάμενον, βιάζεσθαί τε ἀποδιδράσκοντας οὐ βουλόμενον, ἡσυχίαν ἄγειν καὶ φέρειν βαρέως ἐφυβρίζοντας ὁρῶντα κομπασμῷ καὶ γέλωτι τοὺς βαρβάρους, ὤνησε μέντοι τοῦτο μάλιστα πάντων αὐτόν, οἱ γὰρ ἐναντίοι καταφρονήσαντες ἐτράποντο πρὸς ἀταξίαν πολλήν, οὐδὲ ἄλλως ὑπήκοοι τῶν στρατηγῶν διὰ πολυαρχίαν ὄντες: (Plutarch, Sulla, chapter 16 3:1)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 16 3:1)

  • καὶ ἡ σωφροσύνη γίγνηται παρ ὑμῖν, τοσούτῳ ἔλαττον ἔσται τό τε ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον καὶ τὰ ἐλεφάντινα σκεύη καὶ τὰ ἠλέκτρινα καὶ κρύσταλλος καὶ θύον καὶ ἔβενος καὶ ὁ τῶν γυναικῶν κόσμος καὶ τὰ ποικίλματα καὶ αἱ βαφαὶ καὶ ξύμπαντα ἁπλῶς τὰ νῦν ἐν τῇ πόλει τίμια καὶ περιμάχητα, ἐλαττόνων αὐτῶν δεήσεσθε: (Dio, Chrysostom, Orationes, 43:4)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 43:4)

유의어

  1. 무자맥질

  2. dye

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION