- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βαφή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: baphē 고전 발음: [바페:] 신약 발음: [바페]

기본형: βαφή βαφῆς

형태분석: βαφ (어간) + η (어미)

어원: βάπτω

  1. 무자맥질, 멱
  1. a dipping
  2. the temper of a blade
  3. dye

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βαφή

무자맥질이

βαφά

무자맥질들이

βαφαί

무자맥질들이

속격 βαφῆς

무자맥질의

βαφαῖν

무자맥질들의

βαφῶν

무자맥질들의

여격 βαφῇ

무자맥질에게

βαφαῖν

무자맥질들에게

βαφαῖς

무자맥질들에게

대격 βαφήν

무자맥질을

βαφά

무자맥질들을

βαφάς

무자맥질들을

호격 βαφή

무자맥질아

βαφά

무자맥질들아

βαφαί

무자맥질들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ ταὼς ἦρος ἀρχομένου πρὸς λειμῶνὰ τινα ἐλθών, ὁπότε καὶ τὰ ἄνθη πρόεισιν οὐ ποθεινότερα μόνον, ἀλλὰ καὶ ὡς ἂν εἴποι τις ἀνθηρότερα καὶ τὰς βαφὰς καθαρώτερα, τότε καὶ οὗτος ἐκπετάσας τὰ πτερὰ καὶ ἀναδείξας τῷ ἡλίῳ καὶ τὴν οὐρὰν ἐπάρας καὶ πάντοθεν αὑτῷ περιστήσας ἐπιδείκνυται τὰ ἄνθη τὰ αὑτοῦ καὶ τὸ ἐάρ τῶν πτερῶν ὥσπερ αὐτὸν προκαλοῦντος τοῦ λειμῶνος ἐς τὴν ἅμιλλαν: (Lucian, De Domo, (no name) 11:1)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 11:1)

  • οἱ δὲ ἐπαινοῦσι καὶ γνωρίζουσιν ἕκαστον τὸ ἄνθος ὅθεν καὶ παρ ὅτου καὶ ὅπως ἀνελεξάμην, καὶ λόγῳ μὲν ἐμὲ ζηλοῦσι τῆς ἀνθολογίας, τὸ δ ἀληθὲς ὑμᾶς καὶ τὸν λειμῶνα τὸν ὑμέτερον, οἳ τοιαῦτα ἐξηνθήκατε ποικίλα καὶ πολυειδῆ τὰς βαφάς, εἴ τις ἀναλέξασθαί τε αὐτὰ ἐπίσταιτο καὶ ἀναπλέξαι καὶ ἁρμόσαι, ὡς μὴ ἀπᾴδειν θάτερον θατέρου. (Lucian, Piscator, (no name) 6:3)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 6:3)

  • καὶ περὶ μύρου μὲν ἐνίους καὶ πορφύρας διαμάχεσθαι ταῖς γυναιξί, κουρὰς δὲ συγχωρεῖν πενθίμους καὶ βαφὰς ἐσθῆτος μελαίνας καὶ καθίσεις ἀμόρφους καὶ κατακλίσεις ἐπιπόνους· (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 4 7:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad uxorem, section 4 7:1)

  • "χρυσὸν δὲ καὶ χαλκὸν καὶ ἐλέφαντα καὶ ξύλα καὶ βαφάς, ἐκμαγεῖα μικρὰ καὶ ὠνητὰ καὶ κλεπτόμενα καὶ συγχεόμενα, καταβάλωμεν. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 2 5:5)

    (플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 2 5:5)

  • ἐλαίοις, ἃ πρὸς τὰς βαφὰς οἱ μυρεψοὶ λαμβάνουσιν· (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 6 8:1)

    (플루타르코스, De animae procreatione in Timaeo, section 6 8:1)

유의어

  1. 무자맥질

  2. dye

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION