- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄρσην?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: arsēn 고전 발음: [센:] 신약 발음: []

기본형: ἄρσην ἄρσην ἄρσεν

형태분석: ἀρσην (어간)

  1. 남성의, 남자의
  2. 강한, 남자다운, 강력한, 진한
  3. 거친, 굳은, 된
  4. 남자다운, 남성
  1. male
  2. masculine, manly, strong
  3. (of plants) coarse, tough
  4. (grammar) masculine

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἄρσην

남성의 (이)가

ἄρσεν

남성의 (것)가

속격 ἄρσενος

남성의 (이)의

ἄρσενος

남성의 (것)의

여격 ἄρσενι

남성의 (이)에게

ἄρσενι

남성의 (것)에게

대격 ἄρσενα

남성의 (이)를

ἄρσεν

남성의 (것)를

호격 ἄρσεν

남성의 (이)야

ἄρσεν

남성의 (것)야

쌍수주/대/호 ἄρσενε

남성의 (이)들이

ἄρσενε

남성의 (것)들이

속/여 ἀρσένοιν

남성의 (이)들의

ἀρσένοιν

남성의 (것)들의

복수주격 ἄρσενες

남성의 (이)들이

ἄρσενα

남성의 (것)들이

속격 ἀρσένων

남성의 (이)들의

ἀρσένων

남성의 (것)들의

여격 ἄρσεσι(ν)

남성의 (이)들에게

ἄρσεσι(ν)

남성의 (것)들에게

대격 ἄρσενας

남성의 (이)들을

ἄρσενα

남성의 (것)들을

호격 ἄρσενες

남성의 (이)들아

ἄρσενα

남성의 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἄρσην

ἄρσενος

남성의 (이)의

ἀρσέντερος

ἀρσεντέρου

더 남성의 (이)의

ἀρσέντατος

ἀρσεντάτου

가장 남성의 (이)의

부사 ἀρσένως

ἀρσέντερον

ἀρσέντατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐγενήθη τοῖς υἱοῖς Μανασσῆ τοῖς λοιποῖς κατὰ δήμους αὐτῶν, τοῖς υἱοῖς Ἰεζὲρ καὶ τοῖς υἱοῖς Κελὲζ καὶ τοῖς υἱοῖς Ἱεζιὴλ καὶ τοῖς υἱοῖς Συχὲμ καὶ τοῖς υἱοῖς Συμαρὶμ καὶ τοῖς υἱοῖς Ὀφέρ. οὗτοι ἄρσενες κατὰ δήμους αὐτῶν. (Septuagint, Liber Iosue 17:2)

    (70인역 성경, 여호수아기 17:2)

  • ἀγνώσσεις, ὅτι μᾶλλον ἀνάλκιδές εἰσιν Ἀθῆναι τοῖαι, κυδαλίμοισιν ἀγαλλόμεναι πολέμοισι, κεκριμένων μελέων οὔτ ἄρσενες οὔτε γυναῖκες· (Colluthus, Rape of Helen, book 1101)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1101)

  • μάχην δ ἀμέγαρτον ἔγειραν πάντες, θήλειαι τε καὶ ἄρσενες, ἤματι κείνῳ, Τιτῆνές τε θεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐξεγένοντο, οὕς τε Ζεὺς Ἐρέβευσφιν ὑπὸ χθονὸς ἧκε φόωσδε δεινοί τε κρατεροί τε, βίην ὑπέροπλον ἔχοντες. (Hesiod, Theogony, Book Th. 65:4)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 65:4)

  • στῦλοι γὰρ οἴκων παῖδές εἰσιν ἄρσενες: (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 3:6)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 3:6)

  • τοῖς δὲ μαχίμοις κάνθαρος ἦν γλυφὴ σφραγῖδος οὐ γὰρ ἔστι κάνθαρος θῆλυς, ἀλλὰ πάντες ἄρσενες. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 10 8:1)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 10 8:1)

유의어

  1. 남성의

  2. 강한

  3. 남자다운

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION