ἅρπη
First declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἅρπη
ἅρπης
Structure:
ἁρπ
(Stem)
+
η
(Ending)
Sense
- a bird of prey (probably shearwater)
- a kite
- a sickle
- an elephant goad
Declension
First declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ τὸ μὲν ὅσον τοῦ κήτουσ εἶδε τὴν Μέδουσαν, ἤδη λίθοσ ἐστίν, τὸ δ’ ὅσον ἔμψυχον μένει, τῇ ἁρ́πῃ κόπτεται. (Lucian, De Domo, (no name) 22:3)
- ἡ γὰρ ἁρ́πη τοῦτο σημαίνει καὶ οὐχ ὡσ γέγραφεν Ἀντίμαχοσ Ἡσιόδῳ πειθόμενοσ λέχρισ δὲ δρεπάνῳ τέμνων ἀπὸ μήδεα πατρὸσ οὐρανοῦ Ἀκμονίδεω λάσιοσ Κρόνοσ ἀντιτέτυκτο. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 424)
- Ζεὺσ δὲ πόρρω μὲν ὄντα Τυφῶνα ἔβαλλε κεραυνοῖσ, πλησίον δὲ γενόμενον ἀδαμαντίνῃ κατέπληττεν ἁρ́πῃ, καὶ φεύγοντα ἄχρι τοῦ Κασίου ὄρουσ συνεδίωξε· (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 6 3:10)
- ἡ γὰρ ἁρ́πη τοῦτο σημαίνει καὶ οὐχ ὡσ γέγραφεν Ἀντίμαχοσ Ἡσιόδῳ πειθόμενοσ λέχρισ δὲ δρεπάνῳ τέμνων ἀπὸ μήδεα πατρὸσ οὐρανοῦ Ἀκμονίδεω λάσιοσ Κρόνοσ ἀντιτέτυκτο. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 42 1:1)
- ἣ δ’ ἁρ́πῃ ἐϊκυῖα τανυπτέρυγι λιγυφώνῳ οὐρανοῦ ἐκκατεπᾶλτο δι’ αἰθέροσ. (Homer, Iliad, Book 19 29:2)
Synonyms
-
a bird of prey
-
a kite
-
an elephant goad