Ancient Greek-English Dictionary Language

ἅρπη

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἅρπη ἅρπης

Structure: ἁρπ (Stem) + η (Ending)

Etym.: v. a(rpa/zw

Sense

  1. a bird of prey (probably shearwater)
  2. a kite
  3. a sickle
  4. an elephant goad

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ τὸ μὲν ὅσον τοῦ κήτουσ εἶδε τὴν Μέδουσαν, ἤδη λίθοσ ἐστίν, τὸ δ’ ὅσον ἔμψυχον μένει, τῇ ἁρ́πῃ κόπτεται. (Lucian, De Domo, (no name) 22:3)
  • ἡ γὰρ ἁρ́πη τοῦτο σημαίνει καὶ οὐχ ὡσ γέγραφεν Ἀντίμαχοσ Ἡσιόδῳ πειθόμενοσ λέχρισ δὲ δρεπάνῳ τέμνων ἀπὸ μήδεα πατρὸσ οὐρανοῦ Ἀκμονίδεω λάσιοσ Κρόνοσ ἀντιτέτυκτο. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 424)
  • Ζεὺσ δὲ πόρρω μὲν ὄντα Τυφῶνα ἔβαλλε κεραυνοῖσ, πλησίον δὲ γενόμενον ἀδαμαντίνῃ κατέπληττεν ἁρ́πῃ, καὶ φεύγοντα ἄχρι τοῦ Κασίου ὄρουσ συνεδίωξε· (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 6 3:10)
  • ἡ γὰρ ἁρ́πη τοῦτο σημαίνει καὶ οὐχ ὡσ γέγραφεν Ἀντίμαχοσ Ἡσιόδῳ πειθόμενοσ λέχρισ δὲ δρεπάνῳ τέμνων ἀπὸ μήδεα πατρὸσ οὐρανοῦ Ἀκμονίδεω λάσιοσ Κρόνοσ ἀντιτέτυκτο. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 42 1:1)
  • ἣ δ’ ἁρ́πῃ ἐϊκυῖα τανυπτέρυγι λιγυφώνῳ οὐρανοῦ ἐκκατεπᾶλτο δι’ αἰθέροσ. (Homer, Iliad, Book 19 29:2)

Synonyms

  1. a bird of prey

  2. a kite

  3. an elephant goad

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION