- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἅρπη?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: harpē 고전 발음: [뻬:] 신약 발음: []

기본형: ἅρπη ἅρπης

형태분석: ἁρπ (어간) + η (어미)

어원: v. ἁρπάζω

  1. 솔개, 연
  2. 원형 낫, 낫
  1. a bird of prey (probably shearwater)
  2. a kite
  3. a sickle
  4. an elephant goad

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶτα λαβόμενος τῇ λαιᾷ τῆς κόμης, ἐνορῶν δ᾿ ἐς τὴν εἰκόνα, τῇ δεξιᾷ τὴν ἁρ´πην ἔχων, ἀπέτεμε τὴν κεφαλὴν αὐτῆς, καὶ πρὶν ἀνεγρέσθαι τὰς ἀδελφὰς ἀνέπτατο. (Lucian, Dialogi Marini, triton and nhrides, chapter 2 1:2)

    (루키아노스, Dialogi Marini, triton and nhrides, chapter 2 1:2)

  • καὶ ἐπειδὴ τὸ κῆτος ἐπῄει μάλα φοβερὸν ὡς καταπιόμενον τὴν Ἀνδρομέδαν, ὑπεραιωρηθεὶς ὁ νεανίσκος πρόκωπον ἔχων τὴν ἁρ´πην τῇ μὲν καθικνεῖται, τῇ δὲ προδεικνὺς τὴν Γοργόνα λίθον ἐποίει αὐτό, τὸ δὲ τέθνηκεν ὁμοῦ καὶ πέπηγεν αὐτοῦ τὰ πολλά, ὅσα εἶδε τὴν Μέδουσαν: (Lucian, Dialogi Marini, triton and nhrides, chapter 33)

    (루키아노스, Dialogi Marini, triton and nhrides, chapter 33)

  • προεισπέμπεται δὲ ὁ Ἀλέξανδρος, κομῶν ἤδη καὶ πλοκάμους καθειμένος καὶ μεσόλευκον χιτῶνα πορφυροῦν ἐνδεδυκὼς καὶ ἱμάτιον ὑπὲρ αὐτοῦ λευκὸν ἀναβεβλημένος, ἁρ´πην ἔχων κατὰ τὸν Περσέα, ἀφ οὗ ἑαυτὸν ἐγενεαλόγει μητρόθεν καὶ οἱ ὄλεθροι ἐκεῖνοι Παφλαγόνες, εἰδότες αὐτοῦ ἄμφω τοὺς γονέας ἀφανεῖς καὶ ταπεινούς, ἐπίστευον τῷ χρησμῷ λέγοντι Περσείδης γενεὴν Φοίβῳ φίλος οὗτος ὁρᾶται, δῖος Ἀλέξανδρος, Ποδαλειρίου αἷμα λελογχώς. (Lucian, Alexander, (no name) 11:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 11:1)

  • ἑώθεν δὲ γυμνὸς εἰς τὴν ἀγορὰν προπηδήσας, διάζωμα περὶ τὸ αἰδοῖον ἔχων, κατάχρυσον καὶ τοῦτο, καὶ τὴν ἁρ´πην ἐκείνην φέρων, σείων ἅμα τὴν κόμην ἄνετον ὥσπερ οἱ τῇ μητρὶ ἀγείροντές τε καὶ ἐνθεαζόμενοι, ἐδημηγόρει ἐπὶ βωμόν τινα ὑψηλὸν ἀναβὰς καὶ τὴν πόλιν ἐμακάριζεν αὐτίκα μάλα δεξομένην ἐναργῆ τὸν θεόν. (Lucian, Alexander, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 13:3)

  • ἐκεῖνο δὲ πῶς οὐ μέγα ἐν τοῖς ἄλλοις τὸ τόλμημα τοῦ Ἀλεξάνδρου, τὸ αἰτῆσαι παρὰ τοῦ αὐτοκράτορος μετονομασθῆναι τὸ τοῦ Ἀβώνου τεῖχος καὶ Ιὠνόπολιν κληθῆναι, καὶ νόμισμα καινὸν κόψαι ἐγκεχαραγμένον τῇ μὲν τοῦ Γλύκωνος, κατὰ θάτερα δὲ Ἀλεξάνδρου, στέμματὰ τε τοῦ πάππου Ἀσκληπιοῦ καὶ τὴν ἁρ´πην ἐκείνην τοῦ πατρομήτορος Περσέως ἔχοντος · (Lucian, Alexander, (no name) 58:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 58:1)

유의어

  1. a bird of prey

  2. 솔개

  3. an elephant goad

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION