헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀργός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀργός ἀργόν

형태분석: ἀργ (어간) + ος (어미)

어원: contr. from a)ergo/s (부정 접두사 a, E)/rgw)

  1. 게으른
  2. 일이 없는, 실직의
  3. 미완성의
  1. not working the ground, living without labour, inactive, slothful, idle, lazy, idle at, free from
  2. lying fallow or untilled, unemployed, yielding no return
  3. not done, left undone, among things neglected

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἀργός

게으른 (이)가

ά̓ργον

게으른 (것)가

속격 ἀργοῦ

게으른 (이)의

ά̓ργου

게으른 (것)의

여격 ἀργῷ

게으른 (이)에게

ά̓ργῳ

게으른 (것)에게

대격 ἀργόν

게으른 (이)를

ά̓ργον

게으른 (것)를

호격 ἀργέ

게으른 (이)야

ά̓ργον

게으른 (것)야

쌍수주/대/호 ἀργώ

게으른 (이)들이

ά̓ργω

게으른 (것)들이

속/여 ἀργοῖν

게으른 (이)들의

ά̓ργοιν

게으른 (것)들의

복수주격 ἀργοί

게으른 (이)들이

ά̓ργα

게으른 (것)들이

속격 ἀργῶν

게으른 (이)들의

ά̓ργων

게으른 (것)들의

여격 ἀργοῖς

게으른 (이)들에게

ά̓ργοις

게으른 (것)들에게

대격 ἀργούς

게으른 (이)들을

ά̓ργα

게으른 (것)들을

호격 ἀργοί

게으른 (이)들아

ά̓ργα

게으른 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἀργός

ἀργοῦ

게으른 (이)의

ἀργότερος

ἀργοτεροῦ

더 게으른 (이)의

ἀργότατος

ἀργοτατοῦ

가장 게으른 (이)의

부사 ά̓ργως

ἀργότερον

ἀργότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μέλλησισ δὲ προμηθὴσ δειλία εὐπρεπήσ, τὸ δὲ σῶφρον πρόσχημα τοῦ ἀνάνδρου, καὶ τὸ εἰσ ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀργόν. (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 178)

    (디오니시오스, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 178)

  • ἴδοι δ’ ἄν τισ οὐδ’ ἀργὸν ἐνταῦθα τὸν χρυσὸν οὐδὲ μόνου τοῦ τέρποντοσ εἵνεκα τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένον, ἀλλὰ καὶ αὐγήν τινα ἡδεῖαν ἀπολάμπει καὶ τὸν οἶκον ὅλον ἐπιχρώννυσι τῷ ἐρυθήματι· (Lucian, De Domo, (no name) 8:3)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 8:3)

  • ἐννοεῖσ γάρ, οἶμαι, τὸ μετὰ τοῦτο, οἱούσ εἰκὸσ σὺν ὅπλοισ ἔσεσθαι τοὺσ καὶ γυμνοὺσ ἂν φόβον τοῖσ δυσμενέσιν ἐμποιήσαντασ, οὐ πολυσαρκίαν ἀργὸν καὶ λευκὴν ἢ ἀσαρκίαν μετὰ ὠχρότητοσ ἐπιδεικνυμένουσ οἱᾶ γυναικῶν σώματα ὑπὸ σκιᾷ μεμαρασμένα, τρέμοντα ἱδρῶτί τε πολλῷ εὐθὺσ ῥεόμενα καὶ ἀσθμαίνοντα ὑπὸ τῷ κράνει, καὶ μάλιστα ἢν καὶ ὁ ἥλιοσ ὥσπερ νῦν τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ. (Lucian, Anacharsis, (no name) 25:1)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 25:1)

  • ὅτ’ Ἄργον ὄμμασιν βλέποντα πάντοθεν ἀκαμάτοισ μεγιστοάνασσα κέλευσε χρυσόπεπλοσ Ἥρα ἄκοιτον ἀύ̈πνον ἐόν‐ τα καλλικέραν δάμαλιν φυλάσσεν· (Bacchylides, , dithyrambs, ode 19 2:1)

    (바킬리데스, , dithyrambs, ode 19 2:1)

  • εἴτ’ οὖν γένετ’ ἐ[ν ποδαρκέ’ ἄγγελο[ν Διὸσ κτανεῖν τότε [Γᾶσ ὀβριμοσπόρου λ[ Ἄργον· (Bacchylides, , dithyrambs, ode 19 2:3)

    (바킬리데스, , dithyrambs, ode 19 2:3)

유의어

  1. 미완성의

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION