- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνοχή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: anochē 고전 발음: [아노케:] 신약 발음: [아노케]

기본형: ἀνοχή

형태분석: ἀνοχ (어간) + η (어미)

어원: ἀνέχω

  1. 보류, 후퇴, 철수
  1. a holding back, stopping
  2. forbearance

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀνοχή

보류가

ἀνοχά

보류들이

ἀνοχαί

보류들이

속격 ἀνοχῆς

보류의

ἀνοχαῖν

보류들의

ἀνοχῶν

보류들의

여격 ἀνοχῇ

보류에게

ἀνοχαῖν

보류들에게

ἀνοχαῖς

보류들에게

대격 ἀνοχήν

보류를

ἀνοχά

보류들을

ἀνοχάς

보류들을

호격 ἀνοχή

보류야

ἀνοχά

보류들아

ἀνοχαί

보류들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀπῇρεν ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπήντησεν αὐτοῖς εἰς τὴν Ἀμαθῖτιν χώραν. οὐ γὰρ ἔδωκεν αὐτοῖς ἀνοχὴν ἐμβατεῦσαι εἰς τὴν χώραν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Maccabees I 12:25)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 12:25)

  • τῶν δὲ δυσωπουμένων, ὅτι σπονδαὶ διέτεις ἦσαν αὐτοῖς καὶ ἀνοχαὶ γεγενημέναι, πρόφασιν αὐτοὶ Ῥωμαῖοι παρέσχον, ἔκ τινος ὑποψίας ἢ διαβολῆς ἐν θέαις καὶ ἀγῶσι κηρύξαντες ἀπιέναι Οὐολούσκους πρὸ ἡλίου δύνοντος ἐκ τῆς πόλεως, ἔνιοι δέ φασιν ἀπάτῃ τοῦ Μαρκίου καὶ δόλῳ γενέσθαι τοῦτο, πέμψαντος εἰς Ῥώμην πρὸς τοὺς ἄρχοντας οὐκ ἀληθῆ κατήγορον τῶν Οὐολούσκων, ὡς ἐν ταῖς θέαις διανοουμένων ἐπιθέσθαι τοῖς Ῥωμαίοις καὶ τὴν πόλιν ἐμπιπρᾶν. (Plutarch, Lives, chapter 26 1:2)

    (플루타르코스, Lives, chapter 26 1:2)

  • ταύτας οἱ παρ ἀμφοτέρων μισθοῦ στρατευόμενοι σχολῆς οὔσης καὶ ἀνοχῶν συνεθήρευον. (Plutarch, Timoleon, chapter 20 2:2)

    (플루타르코스, Timoleon, chapter 20 2:2)

  • οἱᾶ δ Ἕλληνες ὄντες καὶ πρὸς ἀλλήλους οὐκ ἔχοντες ἰδίων ἀπεχθειῶν πρόφασιν, ἐν μὲν ταῖς μάχαις διεκινδύνευον εὐρώστως, ἐν δὲ ταῖς ἀνοχαῖς προσφοιτῶντες ἀλλήλοις διελέγοντο. (Plutarch, Timoleon, chapter 20 2:3)

    (플루타르코스, Timoleon, chapter 20 2:3)

  • " τοιαῦτα πολλὰ τῆς Ἑρσιλίας προαγορευούσης καὶ τῶν ἄλλων δεομένων, ἐσπείσθησαν ἀνοχαί, καὶ συνῆλθον εἰς λόγους οἱ ἡγεμόνες. (Plutarch, chapter 19 5:3)

    (플루타르코스, chapter 19 5:3)

  • ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ θεοῦ, πρὸς τὴν ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ ἐν τῷ νῦν καιρῷ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν δίκαιον καὶ δικαιοῦντα τὸν ἐκ πίστεως Ιἠσοῦ. (PROS RWMAIOUS, chapter 1 97:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 97:1)

유의어

  1. 보류

  2. forbearance

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION