Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνδρικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνδρικός

Structure: ἀνδρικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)nh/r

Sense

  1. of or for a man, masculine, manly, of manly toil, like a man
  2. composed of men

Examples

  • μή νυν ἀνῶμεν ἀλλ’ ἐπεντείνωμεν ἀνδρικώτερον. (Aristophanes, Peace, Choral, strophe 33)
  • ὥστε παρὰ τοῖσ βαρβάροισι πανταχοῦ καὶ νῦν ἔτι μηδὲν Ἀττικοῦ καλεῖσθαι σφηκὸσ ἀνδρικώτερον. (Aristophanes, Wasps, Parabasis, epirrheme8)
  • ἐνόμιζον δ’ ἐν ἅπασι τοῖσ δείπνοισ, μάλιστα δὲ τοῖσ λεγομένοισ μαζῶσι τοῦτο γὰρ ἔτι καὶ νῦν ἡ Διονυσιακὴ σύνοδοσ ἔχει τοὔνομα ‐ τοῖσ ἐσθίουσι τῶν νέων ἀνδρικώτερον ζωμὸν τ’ ἐγχεῖν πλείω καὶ μάζασ καὶ ἄρτουσ παραβάλλειν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 317)
  • ὁ δὲ λάβραξ ἀνδρικώτερον τοῦ ἐλέφαντοσ οὐχ ἕτερον ἀλλ’ αὐτὸσ ἑαυτόν, ὅταν περιπέσῃ τῷ ἀγκίστρῳ, βελουλκεῖ, τῇ δεῦρο κἀκεῖ παραλλάξει τῆσ κεφαλῆσ ἀνευρύνων τὸ τραῦμα καὶ τὸν ἐκ τοῦ σπαραγμοῦ πόνον ὑπομένων, ἄχρι ἂν ἐκβάλῃ τὸ ἄγκιστρον. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 24 14:2)

Synonyms

  1. of or for a man

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION