Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνδρικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνδρικός

Structure: ἀνδρικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)nh/r

Sense

  1. of or for a man, masculine, manly, of manly toil, like a man
  2. composed of men

Examples

  • ἆρ’ ἂν ἔχοιτε ἡμῖν, ὦ ἄνδρεσ, εἰπεῖν, ἢ σύ, ὦ βελτίστη, εἴ τινασ τρεῖσ γόητασ ἅμα εἴδετε καί τινα γυναῖκα ἐν χρῷ κεκαρμένην εἰσ τὸ Λακωνικόν, ἀρρενωπὴν καὶ κομιδῇ ἀνδρικήν; (Lucian, Fugitivi, (no name) 27:4)
  • ἄρτι μὲν μάλ’ ἀνδρικὴν τῶν θηρικλείων ὑπεραφρίζουσαν σορόν κωθωνόχειλον,3 ψηφοπεριβομβήτριαν, μέλαιναν, εὐκύκλωτον, ὀξυπύνδακα,4 στίλβουσαν, ἀνταυγοῦσαν, ἐκνενιμμένην, κισσῷ κάρα βρύουσαν,5 ἐπικαλούμενοι εἷλκον Διὸσ σωτῆροσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 42 1:3)
  • νὴ τὴν Ἥραν, ἔφην, ὦ Ἰσχόμαχε, ἀνδρικήν γε ἐπιδεικνύεισ τὴν διάνοιαν τῆσ γυναικόσ. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 10 2:2)
  • τοιγαροῦν ἐκάθευδεσ ὡσ ἀνήρ, προῄεισ ὡσ ἀνήρ, ἐσθῆτα ἐφόρεισ ἀνδρικήν, λόγουσ ἐλάλεισ πρέποντασ ἀνδρὶ ἀγαθῷ· (Epictetus, Works, book 4, 8:2)

Synonyms

  1. of or for a man

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION