Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνδρικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνδρικός

Structure: ἀνδρικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)nh/r

Sense

  1. of or for a man, masculine, manly, of manly toil, like a man
  2. composed of men

Examples

  • ἦν δὲ ἡ μὲν ἐργατικὴ καὶ ἀνδρικὴ καὶ αὐχμηρὰ τὴν κόμην, τὼ χεῖρε τύλων ἀνάπλεωσ, διεζωσμένη τὴν ἐσθῆτα, τιτάνου καταγέμουσα, οἱο͂σ ἦν ὁ θεῖοσ ὁπότε ξέοι τοὺσ λίθουσ· (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 6:5)
  • φοβερὰ γάρ ἐστι καὶ χαροπὴ καὶ δεινῶσ ἀνδρική· (Lucian, Dialogi deorum, 2:2)
  • ἡ γυνὴ δὲ δεινῶσ ἀνδρική ἐστιν. (Lucian, Dialogi meretricii, 1:13)
  • ἅμα μὲν γὰρ ἡ χρόα ἐδόκει αὐτοῖσ ἀνδρικὴ εἶναι, ἅμα δὲ τὸ αἱματῶδεσ τοῦ χρώματοσ πλείονα τοῖσ ἀπείροισ φόβον παρέχει, καὶ τὸ μὴ εὐπερίφωρον δὲ τοῖσ πολεμίοισ εἶναι, ἐάν τισ αὐτῶν πληγῇ, ἀλλὰ διαλανθάνειν διὰ τὸ ὁμόχρουν χρήσιμον. (Plutarch, Instituta Laconica, section 242)
  • ἅμα μὲν γὰρ ἡ χρόα ἐδόκει αὐτοῖσ ἀνδρικὴ εἶναι, ἅμα δὲ τὸ αἱματῶδεσ τοῦ χρώματοσ πλείονα τοῖσ ἀπείροισ φόβον παρεῖχεν· (Plutarch, Instituta Laconica, section 242)

Synonyms

  1. of or for a man

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION