Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀναλάμπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀναλάμπω

Structure: ἀνα (Prefix) + λάμπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to flame up, take fire
  2. to break out anew
  3. to come to oneself again, revive

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀναλάμπω ἀναλάμπεις ἀναλάμπει
Dual ἀναλάμπετον ἀναλάμπετον
Plural ἀναλάμπομεν ἀναλάμπετε ἀναλάμπουσιν*
SubjunctiveSingular ἀναλάμπω ἀναλάμπῃς ἀναλάμπῃ
Dual ἀναλάμπητον ἀναλάμπητον
Plural ἀναλάμπωμεν ἀναλάμπητε ἀναλάμπωσιν*
OptativeSingular ἀναλάμποιμι ἀναλάμποις ἀναλάμποι
Dual ἀναλάμποιτον ἀναλαμποίτην
Plural ἀναλάμποιμεν ἀναλάμποιτε ἀναλάμποιεν
ImperativeSingular ἀναλάμπε ἀναλαμπέτω
Dual ἀναλάμπετον ἀναλαμπέτων
Plural ἀναλάμπετε ἀναλαμπόντων, ἀναλαμπέτωσαν
Infinitive ἀναλάμπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀναλαμπων ἀναλαμποντος ἀναλαμπουσα ἀναλαμπουσης ἀναλαμπον ἀναλαμποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀναλάμπομαι ἀναλάμπει, ἀναλάμπῃ ἀναλάμπεται
Dual ἀναλάμπεσθον ἀναλάμπεσθον
Plural ἀναλαμπόμεθα ἀναλάμπεσθε ἀναλάμπονται
SubjunctiveSingular ἀναλάμπωμαι ἀναλάμπῃ ἀναλάμπηται
Dual ἀναλάμπησθον ἀναλάμπησθον
Plural ἀναλαμπώμεθα ἀναλάμπησθε ἀναλάμπωνται
OptativeSingular ἀναλαμποίμην ἀναλάμποιο ἀναλάμποιτο
Dual ἀναλάμποισθον ἀναλαμποίσθην
Plural ἀναλαμποίμεθα ἀναλάμποισθε ἀναλάμποιντο
ImperativeSingular ἀναλάμπου ἀναλαμπέσθω
Dual ἀναλάμπεσθον ἀναλαμπέσθων
Plural ἀναλάμπεσθε ἀναλαμπέσθων, ἀναλαμπέσθωσαν
Infinitive ἀναλάμπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀναλαμπομενος ἀναλαμπομενου ἀναλαμπομενη ἀναλαμπομενης ἀναλαμπομενον ἀναλαμπομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀνακλᾶται γὰρ ἀπὸ τῶν πραττόντων ἐπὶ τοὺσ γράφοντασ καὶ ἀναλάμπει δόξησ εἴδωλον ἀλλοτρίασ, ἐμφαινομένησ διὰ τῶν λόγων τῆσ πράξεωσ ὡσ ἐν ἐσόπτρῳ. (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 1 3:1)
  • τοῖσ βελτίοσι λογισμοῖσ, αὖθισ ἀνέλαμπε καὶ ἀνεθάρρει Συρία πλησιάζοντοσ αὐτοῦ. (Plutarch, Antony, chapter 36 1:2)
  • καὶ πυρὸσ γάρ τοι ἔστι θιγόντα μὴ εὐθὺσ καίεσθαι καὶ τὰ ξύλα οὐκ εὐθὺσ ἀναλάμπει· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 20:3)

Synonyms

  1. to flame up

  2. to break out anew

  3. to come to oneself again

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION