- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀμπλάκημα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: amplakēma 고전 발음: [라께:마] 신약 발음: [라께마]

기본형: ἀμπλάκημα

형태분석: ἀμπλακηματ (어간)

어원: from ἀμπλακεῖν

  1. 범죄, 잘못, 탓, 오류
  1. an error, fault, offence

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀμπλάκημα

범죄가

ἀμπλακήματε

범죄들이

ἀμπλακήματα

범죄들이

속격 ἀμπλακήματος

범죄의

ἀμπλακημάτοιν

범죄들의

ἀμπλακημάτων

범죄들의

여격 ἀμπλακήματι

범죄에게

ἀμπλακημάτοιν

범죄들에게

ἀμπλακήμασι(ν)

범죄들에게

대격 ἀμπλάκημα

범죄를

ἀμπλακήματε

범죄들을

ἀμπλακήματα

범죄들을

호격 ἀμπλάκημα

범죄야

ἀμπλακήματε

범죄들아

ἀμπλακήματα

범죄들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ οἱ τακτικοὶ καὶ οἱ σατράπαι, ἐζήτουν πρόφασιν εὑρεῖν κατὰ Δανιήλ. καὶ πᾶσαν πρόφασιν καὶ παράπτωμα καὶ ἀμπλάκημα οὐχ εὗρον κατ αὐτοῦ, ὅτι πιστὸς ἦν. (Septuagint, Prophetia Danielis 6:4)

    (70인역 성경, 다니엘서 6:4)

  • εἰ γὰρ τεθνῶσιν ἀμπλακημάτων τίσις βροτοῖς ὀπηδεῖ τῶν ἔδρασαν ἐν φάει, οὐ Τάνταλον ποτοῖσιν, οὐδ᾿ Ἰξίονα τροχῷ στροβητόν, οὐδὲ Σίσυφον πέτρῳ ἔδει κολάζειν ἐν δόμοισι Πλουτέως, ἁπλῶς δὲ πάντας τοὺς κακῶς δεδρακότας τοῖς σοῖς προσάπτειν ἀρθροκηδέσιν πόνοις, ὥς μου τὸ λυπρὸν καὶ ταλαίπωρον δέμας χειρῶν ἀπ᾿ ἄκρων εἰς ἄκρας ποδῶν βάσεις ἰχῶρι φαύλῳ καὶ πικρῷ χυμῷ χολῆς πνεύματι βιαίῳ τόδε διασφίγγον πόρους ἕστηκε καὶ μεμυκὸς ἐπιτείνει πόνους. (Lucian, 3)

    (루키아노스, 3)

  • "ἐξ ἑτοίμου τὰ παραγγελλόμενα δέχωνται, καὶ ἐάν τι νεωτερίζωσιν, ἐν ὀλίγοις ᾖ τὸ ἀμπλάκημα, ἰσομοιρία τε τῆς τροφῆς καὶ πόσεως ᾖ καὶ μήτε πόσει τινὶ ἢ βρώσει ἀλλὰ μηδὲ στρωμνῇ ἢ σκεύεσιν ἢ ἄλλῳ τινὶ τὸ σύνολον πλέον ἔχῃ ὁ πλούσιος τοῦ πένητος. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 4 1:1)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 4 1:1)

  • "ἐξ, ἑτοίμου τὰ παραγγελλόμενα δέχωνται, καὶ ἐάν τι νεωτερίζωσιν, ἐν ὀλίγοις τὸ ἀμπλάκημα: (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 4 2:1)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 4 2:1)

  • τοιῶνδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω ὑπαιθρίοις δεσμοῖς πεπασσαλευμένος. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests 1:7)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode, anapests 1:7)

유의어

  1. 범죄

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION