Ancient Greek-English Dictionary Language

ἁλουργής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἁλουργής ἁλουργές

Structure: ἁλουργη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: a(/ls, e)/rgw

Sense

  1. sea-purple (genuine purple, as opposed to imitation purple)

Examples

  • ἐφέρετο δὲ ἐπὶ κλίνησ χρυσέασ λίθοισ πολυτελέσιν καὶ ποικίλοισ διαπεπασμένησ, στρωμνή τε ἦν ἁλουργὴσ καὶ ἠμπέσχετο πορφυρίσιν ὁ νεκρὸσ διαδήματι ἠσκημένοσ ὑπερκειμένου στεφάνου χρυσέου σκῆπτρόν τε τῇ δεξιᾷ παρακείμενον. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 17 236:1)

Synonyms

  1. sea-purple

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION