Ancient Greek-English Dictionary Language

ἁλουργής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἁλουργής ἁλουργές

Structure: ἁλουργη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: a(/ls, e)/rgw

Sense

  1. sea-purple (genuine purple, as opposed to imitation purple)

Examples

  • καὶ ἔχει τὸ μὲν πρῶτον φοινικοῦν, τὸ δὲ δεύτερον ἁλουργὲσ καὶ πορφυροῦν, τὸ δὲ τρίτον κυανοῦν καὶ πράσινον. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 3, 8:2)
  • τὸ δὲ δεύτερον μέροσ ἐπιθολούμενον καὶ ἐκλυόμενον μᾶλλον τῆσ λαμπηδόνοσ διὰ τὰσ ῥανίδασ ἁλουργέσ· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 3, 9:1)
  • αἱ μίτραι, τὸ θ’ ἁλουργὲσ ὑπένδυμα, τοί τε Λάκωνεσ πέπλοι, καὶ ληρῶν οἱ χρύσεοι κάλαμοι, πάνθ’ ἅμα Νικονόῃ συνέκπιεν· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 2921)
  • οὐ γὰρ δὴ ναυαγῷ τισ δώσει ἐκείνων οὔτε τὸ τῆσ γυναικὸσ ἁλουργὲσ ἢ τὸ τῆσ θυγατρὸσ οὔτε πολὺ ἧττον τούτου φόρημα, τῶν χλαινῶν τινα ἢ χιτώνων, μυρία ἔχοντεσ, ἀλλ’ οὐδὲ τῶν οἰκετῶν οὐδενὸσ ἱμάτιον. (Dio, Chrysostom, Orationes, 99:4)

Synonyms

  1. sea-purple

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION