Ancient Greek-English Dictionary Language

ἁλουργής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἁλουργής ἁλουργές

Structure: ἁλουργη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: a(/ls, e)/rgw

Sense

  1. sea-purple (genuine purple, as opposed to imitation purple)

Examples

  • οὔκ, ἀλλὰ ἐλογιζόμην ὡσ τηλικαύτη γενομένη θρέψεισ μὲν ἐμέ, σεαυτὴν δὲ κατακοσμήσεισ ῥᾳδίωσ καὶ πλουτήσεισ καὶ ἐσθῆτασ ἕξεισ ἁλουργεῖσ καὶ θεραπαίνασ. (Lucian, Dialogi meretricii, 2:2)
  • ἐπεὶ ἐρήσομαι ὑμᾶσ, εἰ μύοντεσ οἱ πένητεσ βαδίζοιεν ‐ ὑποθώμεθα γὰρ οὕτωσ ‐ οὐκ ἂν ὑμᾶσ ἠνίασεν οὐκ ἔχοντασ οἷσ ἐπιδείξαισθε τὰσ ἁλουργεῖσ ἐσθῆτασ καὶ τῶν ἀκολουθούντων τὸ πλῆθοσ ἢ τῶν δακτυλίωι τὸ μέγεθοσ; (Lucian, Saturnalia, letter 3 5:1)
  • οὕτωσ ἀποπέμψειασ ἂν καὶ στρωμνὰσ ἁλουργεῖσ καὶ τραπέζασ πολυτελεῖσ καὶ τὰ περιττὰ πάντα , τοὺσ,· (Plutarch, De cupiditate divitiarum, section 8 4:2)
  • "ταύταισ δ’ ἀμφίταποι ἁλουργεῖσ ὑπέστρωντο τῆσ πρώτησ ἐρέασ, καὶ περιστρώματα ποικίλα διαπρεπῆ ταῖσ τέχναισ ἐπῆν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 19 3:86)
  • "ἐπιτερπὲσ δ’ ἱκανῶσ καὶ ἄλλο συμπόσιον ἦν ἐπὶ τῇ τοῦ μεγίστου οἴκου στέγῃ κείμενον, σκηνῆσ ἔχον τάξιν ᾧ στέγη μὲν οὐκ ἐπῆν, διατόναια δὲ τοξοειδῆ διὰ ποσοῦ τινοσ ἐνετέτατο διαστήματοσ, ἐφ’ ὧν αὐλαῖαι κατὰ τὸν ἀνάπλουν ἁλουργεῖσ ἐνεπετάννυντο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 3736)

Synonyms

  1. sea-purple

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION