- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Θούριος?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: Thourios 고전 발음: [투:리오] 신약 발음: [투리오]

기본형: Θούριος Θουρίου

형태분석: Θουρι (어간) + ος (어미)

  1. an inhabitant of Thurii; a Thurian

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐξ ἀφθίτων γὰρ ἄφθιτοι πεφυκότες τὸν Πηλέως φέρουσι θούριον γόνον: (Euripides, Rhesus, episode, iambic 1:25)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, iambic 1:25)

  • ἔτη δὲ πεντεκαίδεκα γεγονὼς εἰς Θουρίους ᾤχετο πλέων σὺν ἀδελφοῖς δυσίν, κοινωνήσων τῆς ἀποικίας, ἣν ἔστελλον Αθηναῖοί τε καὶ ἡ ἄλλη Ἑλλὰς δωδεκάτῳ πρότερον ἔτει τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, καὶ διετέλεσεν αὐτόθι πολιτευόμενος ἐν εὐπορίᾳ πολλῇ καὶ παιδευόμενος παρὰ Τισίᾳ τε καὶ Νικίᾳ μέχρι τῆς συμφορᾶς τῆς κατασχούσης Ἀθηναίους ἐν Σικελίᾳ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 1 1:1)

    (디오니시오스, chapter 1 1:1)

  • νῦν δή σε πάντα δεῖ κάλων ἐξιέναι σεαυτοῦ, καὶ λῆμα θούριον φορεῖν καὶ λόγους ἀφύκτους ὅτοισι τόνδ ὑπερβαλεῖ. (Aristotle, Agon, strophe1)

    (아리스토텔레스, Agon, strophe1)

  • ὅπως Ἀχαιῶν δίθρονον κράτος, Ἑλλάδος ἥβας, τοφλαττοθρατ τοφλαττοθρατ, Σφίγγα δυσαμεριᾶν πρύτανιν κύνα, πέμπει, τοφλαττοθρατ τοφλαττοθρατ, σὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι θούριος ὄρνις, τοφλαττοθρατ τοφλαττοθρατ, κυρεῖν παρασχὼν ἰταμαῖς κυσὶν ἀεροφοίτοις, τοφλαττοθρατ τοφλαττοθρατ, τὸ συγκλινές τ ἐπ Αἰάντι, τοφλαττοθρατ τοφλαττοθρατ. (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene, lyric1)

    (아리스토파네스, Frogs, Lyric-Scene, lyric1)

  • νῦν δέ μοι πρὸ τειχέων θούριος μολὼν Ἄρης αἷμα δάιον φλέγει τᾷδ, ὃ μὴ τύχοι, πόλει: (Euripides, Phoenissae, choral, strophe 21)

    (에우리피데스, Phoenissae, choral, strophe 21)

  • ἔγωγε μὴν τὴν ναῦν ἐκείνην ἣν ἐπόησε Καλλικλῆς ὁ Καλύμνιος,3 Εὐφράνωρ δ ἐκυβέρνα Θούριος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 48 2:10)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 48 2:10)

  • πολυάνδρου δ Ἀσίας θούριος ἄρχων ἐπὶ πᾶσαν χθόνα ποιμα- νόριον θεῖον ἐλαύνει διχόθεν, πεζονόμον τ ἔκ τε θαλάσσας, ἐχυροῖσι πεποιθὼς στυφελοῖς ἐφέταις, χρυ- σογόνου γενεᾶς ἰσόθεος φώς. (Aeschylus, Persians, choral, antistrophe 11)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, choral, antistrophe 11)

  • θούριος Ξέρξης, κενώσας πᾶσαν ἠπείρου πλάκα. (Aeschylus, Persians, episode, trochees 1:7)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, episode, trochees 1:7)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION