헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πείθω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πείθω πείσω ἔπεισα πέπεικα πέπεισμαι ἐπείσθην

형태분석: πείθ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 설득하다, 납득시키다, 확신시키다
  2. 간청하다, 탄원하다
  3. 속이다, 오도하다
  4. 매수하다, 뇌물을 주다
  5. 유혹하다, 꾀다
  1. I convince, persuade
  2. I succeed through entreaty
  3. I mislead
  4. I bribe
  5. I tempt

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πείθω

(나는) 설득한다

πείθεις

(너는) 설득한다

πείθει

(그는) 설득한다

쌍수 πείθετον

(너희 둘은) 설득한다

πείθετον

(그 둘은) 설득한다

복수 πείθομεν

(우리는) 설득한다

πείθετε

(너희는) 설득한다

πείθουσιν*

(그들은) 설득한다

접속법단수 πείθω

(나는) 설득하자

πείθῃς

(너는) 설득하자

πείθῃ

(그는) 설득하자

쌍수 πείθητον

(너희 둘은) 설득하자

πείθητον

(그 둘은) 설득하자

복수 πείθωμεν

(우리는) 설득하자

πείθητε

(너희는) 설득하자

πείθωσιν*

(그들은) 설득하자

기원법단수 πείθοιμι

(나는) 설득하기를 (바라다)

πείθοις

(너는) 설득하기를 (바라다)

πείθοι

(그는) 설득하기를 (바라다)

쌍수 πείθοιτον

(너희 둘은) 설득하기를 (바라다)

πειθοίτην

(그 둘은) 설득하기를 (바라다)

복수 πείθοιμεν

(우리는) 설득하기를 (바라다)

πείθοιτε

(너희는) 설득하기를 (바라다)

πείθοιεν

(그들은) 설득하기를 (바라다)

명령법단수 πείθε

(너는) 설득해라

πειθέτω

(그는) 설득해라

쌍수 πείθετον

(너희 둘은) 설득해라

πειθέτων

(그 둘은) 설득해라

복수 πείθετε

(너희는) 설득해라

πειθόντων, πειθέτωσαν

(그들은) 설득해라

부정사 πείθειν

설득하는 것

분사 남성여성중성
πειθων

πειθοντος

πειθουσα

πειθουσης

πειθον

πειθοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πείθομαι

(나는) 설득된다

πείθει, πείθῃ

(너는) 설득된다

πείθεται

(그는) 설득된다

쌍수 πείθεσθον

(너희 둘은) 설득된다

πείθεσθον

(그 둘은) 설득된다

복수 πειθόμεθα

(우리는) 설득된다

πείθεσθε

(너희는) 설득된다

πείθονται

(그들은) 설득된다

접속법단수 πείθωμαι

(나는) 설득되자

πείθῃ

(너는) 설득되자

πείθηται

(그는) 설득되자

쌍수 πείθησθον

(너희 둘은) 설득되자

πείθησθον

(그 둘은) 설득되자

복수 πειθώμεθα

(우리는) 설득되자

πείθησθε

(너희는) 설득되자

πείθωνται

(그들은) 설득되자

기원법단수 πειθοίμην

(나는) 설득되기를 (바라다)

πείθοιο

(너는) 설득되기를 (바라다)

πείθοιτο

(그는) 설득되기를 (바라다)

쌍수 πείθοισθον

(너희 둘은) 설득되기를 (바라다)

πειθοίσθην

(그 둘은) 설득되기를 (바라다)

복수 πειθοίμεθα

(우리는) 설득되기를 (바라다)

πείθοισθε

(너희는) 설득되기를 (바라다)

πείθοιντο

(그들은) 설득되기를 (바라다)

명령법단수 πείθου

(너는) 설득되어라

πειθέσθω

(그는) 설득되어라

쌍수 πείθεσθον

(너희 둘은) 설득되어라

πειθέσθων

(그 둘은) 설득되어라

복수 πείθεσθε

(너희는) 설득되어라

πειθέσθων, πειθέσθωσαν

(그들은) 설득되어라

부정사 πείθεσθαι

설득되는 것

분사 남성여성중성
πειθομενος

πειθομενου

πειθομενη

πειθομενης

πειθομενον

πειθομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πείσω

(나는) 설득하겠다

πείσεις

(너는) 설득하겠다

πείσει

(그는) 설득하겠다

쌍수 πείσετον

(너희 둘은) 설득하겠다

πείσετον

(그 둘은) 설득하겠다

복수 πείσομεν

(우리는) 설득하겠다

πείσετε

(너희는) 설득하겠다

πείσουσιν*

(그들은) 설득하겠다

기원법단수 πείσοιμι

(나는) 설득하겠기를 (바라다)

πείσοις

(너는) 설득하겠기를 (바라다)

πείσοι

(그는) 설득하겠기를 (바라다)

쌍수 πείσοιτον

(너희 둘은) 설득하겠기를 (바라다)

πεισοίτην

(그 둘은) 설득하겠기를 (바라다)

복수 πείσοιμεν

(우리는) 설득하겠기를 (바라다)

πείσοιτε

(너희는) 설득하겠기를 (바라다)

πείσοιεν

(그들은) 설득하겠기를 (바라다)

부정사 πείσειν

설득할 것

분사 남성여성중성
πεισων

πεισοντος

πεισουσα

πεισουσης

πεισον

πεισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πείσομαι

(나는) 설득되겠다

πείσει, πείσῃ

(너는) 설득되겠다

πείσεται

(그는) 설득되겠다

쌍수 πείσεσθον

(너희 둘은) 설득되겠다

πείσεσθον

(그 둘은) 설득되겠다

복수 πεισόμεθα

(우리는) 설득되겠다

πείσεσθε

(너희는) 설득되겠다

πείσονται

(그들은) 설득되겠다

기원법단수 πεισοίμην

(나는) 설득되겠기를 (바라다)

πείσοιο

(너는) 설득되겠기를 (바라다)

πείσοιτο

(그는) 설득되겠기를 (바라다)

쌍수 πείσοισθον

(너희 둘은) 설득되겠기를 (바라다)

πεισοίσθην

(그 둘은) 설득되겠기를 (바라다)

복수 πεισοίμεθα

(우리는) 설득되겠기를 (바라다)

πείσοισθε

(너희는) 설득되겠기를 (바라다)

πείσοιντο

(그들은) 설득되겠기를 (바라다)

부정사 πείσεσθαι

설득될 것

분사 남성여성중성
πεισομενος

πεισομενου

πεισομενη

πεισομενης

πεισομενον

πεισομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πεισθήσομαι

(나는) 설득되겠다

πεισθήσῃ

(너는) 설득되겠다

πεισθήσεται

(그는) 설득되겠다

쌍수 πεισθήσεσθον

(너희 둘은) 설득되겠다

πεισθήσεσθον

(그 둘은) 설득되겠다

복수 πεισθησόμεθα

(우리는) 설득되겠다

πεισθήσεσθε

(너희는) 설득되겠다

πεισθήσονται

(그들은) 설득되겠다

기원법단수 πεισθησοίμην

(나는) 설득되겠기를 (바라다)

πεισθήσοιο

(너는) 설득되겠기를 (바라다)

πεισθήσοιτο

(그는) 설득되겠기를 (바라다)

쌍수 πεισθήσοισθον

(너희 둘은) 설득되겠기를 (바라다)

πεισθησοίσθην

(그 둘은) 설득되겠기를 (바라다)

복수 πεισθησοίμεθα

(우리는) 설득되겠기를 (바라다)

πεισθήσοισθε

(너희는) 설득되겠기를 (바라다)

πεισθήσοιντο

(그들은) 설득되겠기를 (바라다)

부정사 πεισθήσεσθαι

설득될 것

분사 남성여성중성
πεισθησομενος

πεισθησομενου

πεισθησομενη

πεισθησομενης

πεισθησομενον

πεισθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓πειθον

(나는) 설득하고 있었다

έ̓πειθες

(너는) 설득하고 있었다

έ̓πειθεν*

(그는) 설득하고 있었다

쌍수 ἐπείθετον

(너희 둘은) 설득하고 있었다

ἐπειθέτην

(그 둘은) 설득하고 있었다

복수 ἐπείθομεν

(우리는) 설득하고 있었다

ἐπείθετε

(너희는) 설득하고 있었다

έ̓πειθον

(그들은) 설득하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπειθόμην

(나는) 설득되고 있었다

ἐπείθου

(너는) 설득되고 있었다

ἐπείθετο

(그는) 설득되고 있었다

쌍수 ἐπείθεσθον

(너희 둘은) 설득되고 있었다

ἐπειθέσθην

(그 둘은) 설득되고 있었다

복수 ἐπειθόμεθα

(우리는) 설득되고 있었다

ἐπείθεσθε

(너희는) 설득되고 있었다

ἐπείθοντο

(그들은) 설득되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓πεισα

(나는) 설득했다

έ̓πεισας

(너는) 설득했다

έ̓πεισεν*

(그는) 설득했다

쌍수 ἐπείσατον

(너희 둘은) 설득했다

ἐπεισάτην

(그 둘은) 설득했다

복수 ἐπείσαμεν

(우리는) 설득했다

ἐπείσατε

(너희는) 설득했다

έ̓πεισαν

(그들은) 설득했다

접속법단수 πείσω

(나는) 설득했자

πείσῃς

(너는) 설득했자

πείσῃ

(그는) 설득했자

쌍수 πείσητον

(너희 둘은) 설득했자

πείσητον

(그 둘은) 설득했자

복수 πείσωμεν

(우리는) 설득했자

πείσητε

(너희는) 설득했자

πείσωσιν*

(그들은) 설득했자

기원법단수 πείσαιμι

(나는) 설득했기를 (바라다)

πείσαις

(너는) 설득했기를 (바라다)

πείσαι

(그는) 설득했기를 (바라다)

쌍수 πείσαιτον

(너희 둘은) 설득했기를 (바라다)

πεισαίτην

(그 둘은) 설득했기를 (바라다)

복수 πείσαιμεν

(우리는) 설득했기를 (바라다)

πείσαιτε

(너희는) 설득했기를 (바라다)

πείσαιεν

(그들은) 설득했기를 (바라다)

명령법단수 πείσον

(너는) 설득했어라

πεισάτω

(그는) 설득했어라

쌍수 πείσατον

(너희 둘은) 설득했어라

πεισάτων

(그 둘은) 설득했어라

복수 πείσατε

(너희는) 설득했어라

πεισάντων

(그들은) 설득했어라

부정사 πείσαι

설득했는 것

분사 남성여성중성
πεισᾱς

πεισαντος

πεισᾱσα

πεισᾱσης

πεισαν

πεισαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεισάμην

(나는) 설득되었다

ἐπείσω

(너는) 설득되었다

ἐπείσατο

(그는) 설득되었다

쌍수 ἐπείσασθον

(너희 둘은) 설득되었다

ἐπεισάσθην

(그 둘은) 설득되었다

복수 ἐπεισάμεθα

(우리는) 설득되었다

ἐπείσασθε

(너희는) 설득되었다

ἐπείσαντο

(그들은) 설득되었다

접속법단수 πείσωμαι

(나는) 설득되었자

πείσῃ

(너는) 설득되었자

πείσηται

(그는) 설득되었자

쌍수 πείσησθον

(너희 둘은) 설득되었자

πείσησθον

(그 둘은) 설득되었자

복수 πεισώμεθα

(우리는) 설득되었자

πείσησθε

(너희는) 설득되었자

πείσωνται

(그들은) 설득되었자

기원법단수 πεισαίμην

(나는) 설득되었기를 (바라다)

πείσαιο

(너는) 설득되었기를 (바라다)

πείσαιτο

(그는) 설득되었기를 (바라다)

쌍수 πείσαισθον

(너희 둘은) 설득되었기를 (바라다)

πεισαίσθην

(그 둘은) 설득되었기를 (바라다)

복수 πεισαίμεθα

(우리는) 설득되었기를 (바라다)

πείσαισθε

(너희는) 설득되었기를 (바라다)

πείσαιντο

(그들은) 설득되었기를 (바라다)

명령법단수 πείσαι

(너는) 설득되었어라

πεισάσθω

(그는) 설득되었어라

쌍수 πείσασθον

(너희 둘은) 설득되었어라

πεισάσθων

(그 둘은) 설득되었어라

복수 πείσασθε

(너희는) 설득되었어라

πεισάσθων

(그들은) 설득되었어라

부정사 πείσεσθαι

설득되었는 것

분사 남성여성중성
πεισαμενος

πεισαμενου

πεισαμενη

πεισαμενης

πεισαμενον

πεισαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπείσθην

(나는) 설득되었다

ἐπείσθης

(너는) 설득되었다

ἐπείσθη

(그는) 설득되었다

쌍수 ἐπείσθητον

(너희 둘은) 설득되었다

ἐπεισθήτην

(그 둘은) 설득되었다

복수 ἐπείσθημεν

(우리는) 설득되었다

ἐπείσθητε

(너희는) 설득되었다

ἐπείσθησαν

(그들은) 설득되었다

접속법단수 πείσθω

(나는) 설득되었자

πείσθῃς

(너는) 설득되었자

πείσθῃ

(그는) 설득되었자

쌍수 πείσθητον

(너희 둘은) 설득되었자

πείσθητον

(그 둘은) 설득되었자

복수 πείσθωμεν

(우리는) 설득되었자

πείσθητε

(너희는) 설득되었자

πείσθωσιν*

(그들은) 설득되었자

기원법단수 πεισθείην

(나는) 설득되었기를 (바라다)

πεισθείης

(너는) 설득되었기를 (바라다)

πεισθείη

(그는) 설득되었기를 (바라다)

쌍수 πεισθείητον

(너희 둘은) 설득되었기를 (바라다)

πεισθειήτην

(그 둘은) 설득되었기를 (바라다)

복수 πεισθείημεν

(우리는) 설득되었기를 (바라다)

πεισθείητε

(너희는) 설득되었기를 (바라다)

πεισθείησαν

(그들은) 설득되었기를 (바라다)

명령법단수 πείσθητι

(너는) 설득되었어라

πεισθήτω

(그는) 설득되었어라

쌍수 πείσθητον

(너희 둘은) 설득되었어라

πεισθήτων

(그 둘은) 설득되었어라

복수 πείσθητε

(너희는) 설득되었어라

πεισθέντων

(그들은) 설득되었어라

부정사 πεισθῆναι

설득되었는 것

분사 남성여성중성
πεισθεις

πεισθεντος

πεισθεισα

πεισθεισης

πεισθεν

πεισθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πέπεικα

(나는) 설득했다

πέπεικας

(너는) 설득했다

πέπεικεν*

(그는) 설득했다

쌍수 πεπείκατον

(너희 둘은) 설득했다

πεπείκατον

(그 둘은) 설득했다

복수 πεπείκαμεν

(우리는) 설득했다

πεπείκατε

(너희는) 설득했다

πεπείκᾱσιν*

(그들은) 설득했다

접속법단수 πεπείκω

(나는) 설득했자

πεπείκῃς

(너는) 설득했자

πεπείκῃ

(그는) 설득했자

쌍수 πεπείκητον

(너희 둘은) 설득했자

πεπείκητον

(그 둘은) 설득했자

복수 πεπείκωμεν

(우리는) 설득했자

πεπείκητε

(너희는) 설득했자

πεπείκωσιν*

(그들은) 설득했자

기원법단수 πεπείκοιμι

(나는) 설득했기를 (바라다)

πεπείκοις

(너는) 설득했기를 (바라다)

πεπείκοι

(그는) 설득했기를 (바라다)

쌍수 πεπείκοιτον

(너희 둘은) 설득했기를 (바라다)

πεπεικοίτην

(그 둘은) 설득했기를 (바라다)

복수 πεπείκοιμεν

(우리는) 설득했기를 (바라다)

πεπείκοιτε

(너희는) 설득했기를 (바라다)

πεπείκοιεν

(그들은) 설득했기를 (바라다)

명령법단수 πέπεικε

(너는) 설득했어라

πεπεικέτω

(그는) 설득했어라

쌍수 πεπείκετον

(너희 둘은) 설득했어라

πεπεικέτων

(그 둘은) 설득했어라

복수 πεπείκετε

(너희는) 설득했어라

πεπεικόντων

(그들은) 설득했어라

부정사 πεπεικέναι

설득했는 것

분사 남성여성중성
πεπεικως

πεπεικοντος

πεπεικυῑα

πεπεικυῑᾱς

πεπεικον

πεπεικοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πέπεισμαι

(나는) 설득되었다

πέπεισαι

(너는) 설득되었다

πέπεισται

(그는) 설득되었다

쌍수 πέπεισθον

(너희 둘은) 설득되었다

πέπεισθον

(그 둘은) 설득되었다

복수 πεπείσμεθα

(우리는) 설득되었다

πέπεισθε

(너희는) 설득되었다

πεπείσαται

(그들은) 설득되었다

명령법단수 πέπεισο

(너는) 설득되었어라

πεπείσθω

(그는) 설득되었어라

쌍수 πέπεισθον

(너희 둘은) 설득되었어라

πεπείσθων

(그 둘은) 설득되었어라

복수 πέπεισθε

(너희는) 설득되었어라

πεπείσθων

(그들은) 설득되었어라

부정사 πέπεισθαι

설득되었는 것

분사 남성여성중성
πεπεισμενος

πεπεισμενου

πεπεισμενη

πεπεισμενης

πεπεισμενον

πεπεισμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τῇ δὲ αὐτῇ προθυμίᾳ χρώμενοι καὶ πρὸσ τὴν Ἑλλάδα τῷ θεραπεύειν προσήγοντο τὰσ πόλεισ καὶ τῷ πείθειν ταῖσ εὐεργεσίαισ μᾶλλον ἢ τῷ βιάζεσθαι τοῖσ ὅπλοισ κατεῖχον, πιστοτέροισ χρώμενοι τοῖσ λόγοισ ἢ νῦν τοῖσ ὁρ́κοισ, καὶ ταῖσ συνθήκαισ ἀξιοῦντεσ μᾶλλον ἐμμένειν ἢ ταῖσ ἀνάγκαισ, τοιαῦτα δὲ περὶ τῶν ἡττόνων ἀξιοῦντεσ γινώσκειν, οἱᾶ περὶ σφῶν αὐτῶν τοὺσ κρείττουσ ἂν ἠξίωσαν φρονεῖν, οὕτω δὲ παρεσκευασμένοι τὰσ γνώμασ, ὡσ ἰδίᾳ μὲν ἔχοντεσ τὰσ ἑαυτῶν πόλεισ, κοινὴν δὲ πατρίδα τὴν Ἑλλάδα οἰκοῦντεσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 5 1:2)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 5 1:2)

  • κατιδὼν γὰρ ὠνουμένουσ τοὺσ εὐπορωτέρουσ ἀεὶ διὰ τὸ δεῖν ταλαντιαίουσ καθιστάναι τοὺσ ἐγγύουσ τῶν εἴκοσι ταλάντων, προεκήρυξεν ὠνεῖσθαι τὸν βουλόμενον καὶ τοὺσ ἐγγύουσ καθιστάναι τοῦ τρίτου μέρουσ καὶ καθ’ ὁπόσον ἕκαστοσ δύνηται πείθειν. (Aristotle, Economics, Book 2 83:2)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 83:2)

  • "Ταῦτα καὶ ἔτι τούτων πλείονα διαπταίουσα καὶ βαρβαρίζουσα πάμπολλα εἶπεν ἡ Τέχνη, μάλα δὴ σπουδῇ συνείρουσα καὶ πείθειν με πειρωμένη· (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 7:10)

    (루키아노스, Somnium sive vita Luciani, (no name) 7:10)

  • τί δῆτα θνητοὶ τἄλλα μὲν μαθήματα μοχθοῦμεν ὡσ χρὴ πάντα καὶ ματεύομεν, Πειθὼ δὲ τὴν τύραννον ἀνθρώποισ μόνην οὐδέν τι μᾶλλον ἐσ τέλοσ σπουδάζομεν μισθοὺσ διδόντεσ μανθάνειν, ἵν’ ἦν ποτε πείθειν ἅ τισ βούλοιτο τυγχάνειν θ’ ἅμα; (Euripides, Hecuba, episode, iambics 4:4)

    (에우리피데스, Hecuba, episode, iambics 4:4)

  • ὅτῳ ξυναντήσαιμι πρῶτον ἐξιών, ἐκέλευε τούτου μὴ μεθίεσθαί μ’ ἔτι, πείθειν δ’ ἐμαυτῷ ξυνακολουθεῖν οἴκαδε. (Aristophanes, Plutus, Prologue 1:23)

    (아리스토파네스, Plutus, Prologue 1:23)

유의어

  1. 설득하다

  2. 속이다

  3. 매수하다

  4. 유혹하다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION