헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προδιδάσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προδιδάσκω προδιδάξω

형태분석: προ (접두사) + διδάσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가지다, 가르치다, 먹다, 소유하다, 쥐다, 알리다
  1. to teach, beforehand, to have, taught beforehand, to learn beforehand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προδιδάσκω

(나는) 가진다

προδιδάσκεις

(너는) 가진다

προδιδάσκει

(그는) 가진다

쌍수 προδιδάσκετον

(너희 둘은) 가진다

προδιδάσκετον

(그 둘은) 가진다

복수 προδιδάσκομεν

(우리는) 가진다

προδιδάσκετε

(너희는) 가진다

προδιδάσκουσιν*

(그들은) 가진다

접속법단수 προδιδάσκω

(나는) 가지자

προδιδάσκῃς

(너는) 가지자

προδιδάσκῃ

(그는) 가지자

쌍수 προδιδάσκητον

(너희 둘은) 가지자

προδιδάσκητον

(그 둘은) 가지자

복수 προδιδάσκωμεν

(우리는) 가지자

προδιδάσκητε

(너희는) 가지자

προδιδάσκωσιν*

(그들은) 가지자

기원법단수 προδιδάσκοιμι

(나는) 가지기를 (바라다)

προδιδάσκοις

(너는) 가지기를 (바라다)

προδιδάσκοι

(그는) 가지기를 (바라다)

쌍수 προδιδάσκοιτον

(너희 둘은) 가지기를 (바라다)

προδιδασκοίτην

(그 둘은) 가지기를 (바라다)

복수 προδιδάσκοιμεν

(우리는) 가지기를 (바라다)

προδιδάσκοιτε

(너희는) 가지기를 (바라다)

προδιδάσκοιεν

(그들은) 가지기를 (바라다)

명령법단수 προδίδασκε

(너는) 가져라

προδιδασκέτω

(그는) 가져라

쌍수 προδιδάσκετον

(너희 둘은) 가져라

προδιδασκέτων

(그 둘은) 가져라

복수 προδιδάσκετε

(너희는) 가져라

προδιδασκόντων, προδιδασκέτωσαν

(그들은) 가져라

부정사 προδιδάσκειν

가지는 것

분사 남성여성중성
προδιδασκων

προδιδασκοντος

προδιδασκουσα

προδιδασκουσης

προδιδασκον

προδιδασκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προδιδάσκομαι

(나는) 가져진다

προδιδάσκει, προδιδάσκῃ

(너는) 가져진다

προδιδάσκεται

(그는) 가져진다

쌍수 προδιδάσκεσθον

(너희 둘은) 가져진다

προδιδάσκεσθον

(그 둘은) 가져진다

복수 προδιδασκόμεθα

(우리는) 가져진다

προδιδάσκεσθε

(너희는) 가져진다

προδιδάσκονται

(그들은) 가져진다

접속법단수 προδιδάσκωμαι

(나는) 가져지자

προδιδάσκῃ

(너는) 가져지자

προδιδάσκηται

(그는) 가져지자

쌍수 προδιδάσκησθον

(너희 둘은) 가져지자

προδιδάσκησθον

(그 둘은) 가져지자

복수 προδιδασκώμεθα

(우리는) 가져지자

προδιδάσκησθε

(너희는) 가져지자

προδιδάσκωνται

(그들은) 가져지자

기원법단수 προδιδασκοίμην

(나는) 가져지기를 (바라다)

προδιδάσκοιο

(너는) 가져지기를 (바라다)

προδιδάσκοιτο

(그는) 가져지기를 (바라다)

쌍수 προδιδάσκοισθον

(너희 둘은) 가져지기를 (바라다)

προδιδασκοίσθην

(그 둘은) 가져지기를 (바라다)

복수 προδιδασκοίμεθα

(우리는) 가져지기를 (바라다)

προδιδάσκοισθε

(너희는) 가져지기를 (바라다)

προδιδάσκοιντο

(그들은) 가져지기를 (바라다)

명령법단수 προδιδάσκου

(너는) 가져져라

προδιδασκέσθω

(그는) 가져져라

쌍수 προδιδάσκεσθον

(너희 둘은) 가져져라

προδιδασκέσθων

(그 둘은) 가져져라

복수 προδιδάσκεσθε

(너희는) 가져져라

προδιδασκέσθων, προδιδασκέσθωσαν

(그들은) 가져져라

부정사 προδιδάσκεσθαι

가져지는 것

분사 남성여성중성
προδιδασκομενος

προδιδασκομενου

προδιδασκομενη

προδιδασκομενης

προδιδασκομενον

προδιδασκομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προδιδάξω

(나는) 가지겠다

προδιδάξεις

(너는) 가지겠다

προδιδάξει

(그는) 가지겠다

쌍수 προδιδάξετον

(너희 둘은) 가지겠다

προδιδάξετον

(그 둘은) 가지겠다

복수 προδιδάξομεν

(우리는) 가지겠다

προδιδάξετε

(너희는) 가지겠다

προδιδάξουσιν*

(그들은) 가지겠다

기원법단수 προδιδάξοιμι

(나는) 가지겠기를 (바라다)

προδιδάξοις

(너는) 가지겠기를 (바라다)

προδιδάξοι

(그는) 가지겠기를 (바라다)

쌍수 προδιδάξοιτον

(너희 둘은) 가지겠기를 (바라다)

προδιδαξοίτην

(그 둘은) 가지겠기를 (바라다)

복수 προδιδάξοιμεν

(우리는) 가지겠기를 (바라다)

προδιδάξοιτε

(너희는) 가지겠기를 (바라다)

προδιδάξοιεν

(그들은) 가지겠기를 (바라다)

부정사 προδιδάξειν

가질 것

분사 남성여성중성
προδιδαξων

προδιδαξοντος

προδιδαξουσα

προδιδαξουσης

προδιδαξον

προδιδαξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προδιδάξομαι

(나는) 가져지겠다

προδιδάξει, προδιδάξῃ

(너는) 가져지겠다

προδιδάξεται

(그는) 가져지겠다

쌍수 προδιδάξεσθον

(너희 둘은) 가져지겠다

προδιδάξεσθον

(그 둘은) 가져지겠다

복수 προδιδαξόμεθα

(우리는) 가져지겠다

προδιδάξεσθε

(너희는) 가져지겠다

προδιδάξονται

(그들은) 가져지겠다

기원법단수 προδιδαξοίμην

(나는) 가져지겠기를 (바라다)

προδιδάξοιο

(너는) 가져지겠기를 (바라다)

προδιδάξοιτο

(그는) 가져지겠기를 (바라다)

쌍수 προδιδάξοισθον

(너희 둘은) 가져지겠기를 (바라다)

προδιδαξοίσθην

(그 둘은) 가져지겠기를 (바라다)

복수 προδιδαξοίμεθα

(우리는) 가져지겠기를 (바라다)

προδιδάξοισθε

(너희는) 가져지겠기를 (바라다)

προδιδάξοιντο

(그들은) 가져지겠기를 (바라다)

부정사 προδιδάξεσθαι

가져질 것

분사 남성여성중성
προδιδαξομενος

προδιδαξομενου

προδιδαξομενη

προδιδαξομενης

προδιδαξομενον

προδιδαξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεδίδασκον

(나는) 가지고 있었다

προεδίδασκες

(너는) 가지고 있었다

προεδίδασκεν*

(그는) 가지고 있었다

쌍수 προεδιδάσκετον

(너희 둘은) 가지고 있었다

προεδιδασκέτην

(그 둘은) 가지고 있었다

복수 προεδιδάσκομεν

(우리는) 가지고 있었다

προεδιδάσκετε

(너희는) 가지고 있었다

προεδίδασκον

(그들은) 가지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεδιδασκόμην

(나는) 가져지고 있었다

προεδιδάσκου

(너는) 가져지고 있었다

προεδιδάσκετο

(그는) 가져지고 있었다

쌍수 προεδιδάσκεσθον

(너희 둘은) 가져지고 있었다

προεδιδασκέσθην

(그 둘은) 가져지고 있었다

복수 προεδιδασκόμεθα

(우리는) 가져지고 있었다

προεδιδάσκεσθε

(너희는) 가져지고 있었다

προεδιδάσκοντο

(그들은) 가져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτω γάρ σε δεῖ προδιδάσκειν. (Lucian, 12:2)

    (루키아노스, 12:2)

  • ἀλλ’ ἐγχείρει τὸν πρεσβύτην ὅ τι περ μέλλεισ προδιδάσκειν, καὶ διακίνει τὸν νοῦν αὐτοῦ καὶ τῆσ γνώμησ ἀποπειρῶ. (Aristophanes, Clouds, Choral, anapests1)

    (아리스토파네스, Clouds, Choral, anapests1)

  • αἱ δ’ ἀηδόνεσ τοὺσ νεοσσοὺσ προδιδάσκουσιν ᾄδειν· (Plutarch, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 9 13:2)

    (플루타르코스, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 9 13:2)

  • προῖκα προδιδάσκειν, ἂν θέλῃ τισ μανθάνειν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 69 6:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 69 6:1)

  • ἀλλ’ οὐ δυνατὸν τοὺσ ἀνοήτουσ τούτων γνώμασ προδιδάσκειν. (Sophocles, Ajax, episode, anapests11)

    (소포클레스, Ajax, episode, anapests11)

유의어

  1. 가지다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION