- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρασκιρτάω?

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: paraskirtaō 고전 발음: [빠라따오:] 신약 발음: [빠라따오]

기본형: παρασκιρτάω παρασκιρτήσω

형태분석: παρα (접두사) + σκιρτά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뛰어오르다, 튀어 들어가다
  1. to leap upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκίρτω

(나는) 뛰어오른다

παρασκίρτᾳς

(너는) 뛰어오른다

παρασκίρτᾳ

(그는) 뛰어오른다

쌍수 παρασκίρτατον

(너희 둘은) 뛰어오른다

παρασκίρτατον

(그 둘은) 뛰어오른다

복수 παρασκίρτωμεν

(우리는) 뛰어오른다

παρασκίρτατε

(너희는) 뛰어오른다

παρασκίρτωσι(ν)

(그들은) 뛰어오른다

접속법단수 παρασκίρτω

(나는) 뛰어오르자

παρασκίρτῃς

(너는) 뛰어오르자

παρασκίρτῃ

(그는) 뛰어오르자

쌍수 παρασκίρτητον

(너희 둘은) 뛰어오르자

παρασκίρτητον

(그 둘은) 뛰어오르자

복수 παρασκίρτωμεν

(우리는) 뛰어오르자

παρασκίρτητε

(너희는) 뛰어오르자

παρασκίρτωσι(ν)

(그들은) 뛰어오르자

기원법단수 παρασκίρτῳμι

(나는) 뛰어오르기를 (바라다)

παρασκίρτῳς

(너는) 뛰어오르기를 (바라다)

παρασκίρτῳ

(그는) 뛰어오르기를 (바라다)

쌍수 παρασκίρτῳτον

(너희 둘은) 뛰어오르기를 (바라다)

παρασκιρτῷτην

(그 둘은) 뛰어오르기를 (바라다)

복수 παρασκίρτῳμεν

(우리는) 뛰어오르기를 (바라다)

παρασκίρτῳτε

(너희는) 뛰어오르기를 (바라다)

παρασκίρτῳεν

(그들은) 뛰어오르기를 (바라다)

명령법단수 παρασκῖρτα

(너는) 뛰어올라라

παρασκιρτᾶτω

(그는) 뛰어올라라

쌍수 παρασκίρτατον

(너희 둘은) 뛰어올라라

παρασκιρτᾶτων

(그 둘은) 뛰어올라라

복수 παρασκίρτατε

(너희는) 뛰어올라라

παρασκιρτῶντων, παρασκιρτᾶτωσαν

(그들은) 뛰어올라라

부정사 παρασκίρταν

뛰어오르는 것

분사 남성여성중성
παρασκιρτων

παρασκιρτωντος

παρασκιρτωσα

παρασκιρτωσης

παρασκιρτων

παρασκιρτωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκίρτωμαι

(나는) 뛰어올러진다

παρασκίρτᾳ

(너는) 뛰어올러진다

παρασκίρταται

(그는) 뛰어올러진다

쌍수 παρασκίρτασθον

(너희 둘은) 뛰어올러진다

παρασκίρτασθον

(그 둘은) 뛰어올러진다

복수 παρασκιρτῶμεθα

(우리는) 뛰어올러진다

παρασκίρτασθε

(너희는) 뛰어올러진다

παρασκίρτωνται

(그들은) 뛰어올러진다

접속법단수 παρασκίρτωμαι

(나는) 뛰어올러지자

παρασκίρτῃ

(너는) 뛰어올러지자

παρασκίρτηται

(그는) 뛰어올러지자

쌍수 παρασκίρτησθον

(너희 둘은) 뛰어올러지자

παρασκίρτησθον

(그 둘은) 뛰어올러지자

복수 παρασκιρτώμεθα

(우리는) 뛰어올러지자

παρασκίρτησθε

(너희는) 뛰어올러지자

παρασκίρτωνται

(그들은) 뛰어올러지자

기원법단수 παρασκιρτῷμην

(나는) 뛰어올러지기를 (바라다)

παρασκίρτῳο

(너는) 뛰어올러지기를 (바라다)

παρασκίρτῳτο

(그는) 뛰어올러지기를 (바라다)

쌍수 παρασκίρτῳσθον

(너희 둘은) 뛰어올러지기를 (바라다)

παρασκιρτῷσθην

(그 둘은) 뛰어올러지기를 (바라다)

복수 παρασκιρτῷμεθα

(우리는) 뛰어올러지기를 (바라다)

παρασκίρτῳσθε

(너희는) 뛰어올러지기를 (바라다)

παρασκίρτῳντο

(그들은) 뛰어올러지기를 (바라다)

명령법단수 παρασκίρτω

(너는) 뛰어올러져라

παρασκιρτᾶσθω

(그는) 뛰어올러져라

쌍수 παρασκίρτασθον

(너희 둘은) 뛰어올러져라

παρασκιρτᾶσθων

(그 둘은) 뛰어올러져라

복수 παρασκίρτασθε

(너희는) 뛰어올러져라

παρασκιρτᾶσθων, παρασκιρτᾶσθωσαν

(그들은) 뛰어올러져라

부정사 παρασκίρτασθαι

뛰어올러지는 것

분사 남성여성중성
παρασκιρτωμενος

παρασκιρτωμενου

παρασκιρτωμενη

παρασκιρτωμενης

παρασκιρτωμενον

παρασκιρτωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκιρτήσω

(나는) 뛰어오르겠다

παρασκιρτήσεις

(너는) 뛰어오르겠다

παρασκιρτήσει

(그는) 뛰어오르겠다

쌍수 παρασκιρτήσετον

(너희 둘은) 뛰어오르겠다

παρασκιρτήσετον

(그 둘은) 뛰어오르겠다

복수 παρασκιρτήσομεν

(우리는) 뛰어오르겠다

παρασκιρτήσετε

(너희는) 뛰어오르겠다

παρασκιρτήσουσι(ν)

(그들은) 뛰어오르겠다

기원법단수 παρασκιρτήσοιμι

(나는) 뛰어오르겠기를 (바라다)

παρασκιρτήσοις

(너는) 뛰어오르겠기를 (바라다)

παρασκιρτήσοι

(그는) 뛰어오르겠기를 (바라다)

쌍수 παρασκιρτήσοιτον

(너희 둘은) 뛰어오르겠기를 (바라다)

παρασκιρτησοίτην

(그 둘은) 뛰어오르겠기를 (바라다)

복수 παρασκιρτήσοιμεν

(우리는) 뛰어오르겠기를 (바라다)

παρασκιρτήσοιτε

(너희는) 뛰어오르겠기를 (바라다)

παρασκιρτήσοιεν

(그들은) 뛰어오르겠기를 (바라다)

부정사 παρασκιρτήσειν

뛰어오를 것

분사 남성여성중성
παρασκιρτησων

παρασκιρτησοντος

παρασκιρτησουσα

παρασκιρτησουσης

παρασκιρτησον

παρασκιρτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκιρτήσομαι

(나는) 뛰어올러지겠다

παρασκιρτήσει, παρασκιρτήσῃ

(너는) 뛰어올러지겠다

παρασκιρτήσεται

(그는) 뛰어올러지겠다

쌍수 παρασκιρτήσεσθον

(너희 둘은) 뛰어올러지겠다

παρασκιρτήσεσθον

(그 둘은) 뛰어올러지겠다

복수 παρασκιρτησόμεθα

(우리는) 뛰어올러지겠다

παρασκιρτήσεσθε

(너희는) 뛰어올러지겠다

παρασκιρτήσονται

(그들은) 뛰어올러지겠다

기원법단수 παρασκιρτησοίμην

(나는) 뛰어올러지겠기를 (바라다)

παρασκιρτήσοιο

(너는) 뛰어올러지겠기를 (바라다)

παρασκιρτήσοιτο

(그는) 뛰어올러지겠기를 (바라다)

쌍수 παρασκιρτήσοισθον

(너희 둘은) 뛰어올러지겠기를 (바라다)

παρασκιρτησοίσθην

(그 둘은) 뛰어올러지겠기를 (바라다)

복수 παρασκιρτησοίμεθα

(우리는) 뛰어올러지겠기를 (바라다)

παρασκιρτήσοισθε

(너희는) 뛰어올러지겠기를 (바라다)

παρασκιρτήσοιντο

(그들은) 뛰어올러지겠기를 (바라다)

부정사 παρασκιρτήσεσθαι

뛰어올러질 것

분사 남성여성중성
παρασκιρτησομενος

παρασκιρτησομενου

παρασκιρτησομενη

παρασκιρτησομενης

παρασκιρτησομενον

παρασκιρτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεσκῖρτων

(나는) 뛰어오르고 있었다

παρεσκῖρτας

(너는) 뛰어오르고 있었다

παρεσκῖρτα(ν)

(그는) 뛰어오르고 있었다

쌍수 παρεσκίρτατον

(너희 둘은) 뛰어오르고 있었다

παρεσκιρτᾶτην

(그 둘은) 뛰어오르고 있었다

복수 παρεσκίρτωμεν

(우리는) 뛰어오르고 있었다

παρεσκίρτατε

(너희는) 뛰어오르고 있었다

παρεσκῖρτων

(그들은) 뛰어오르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεσκιρτῶμην

(나는) 뛰어올러지고 있었다

παρεσκίρτω

(너는) 뛰어올러지고 있었다

παρεσκίρτατο

(그는) 뛰어올러지고 있었다

쌍수 παρεσκίρτασθον

(너희 둘은) 뛰어올러지고 있었다

παρεσκιρτᾶσθην

(그 둘은) 뛰어올러지고 있었다

복수 παρεσκιρτῶμεθα

(우리는) 뛰어올러지고 있었다

παρεσκίρτασθε

(너희는) 뛰어올러지고 있었다

παρεσκίρτωντο

(그들은) 뛰어올러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 뛰어오르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION