헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκδικάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκδικάζω ἐκδικάσω

형태분석: ἐκ (접두사) + δικάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 마무르다, 잡다, 결말짓다
  2. 복수하다, 원한을 갚다
  1. to decide finally, settle
  2. to avenge

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκδικάζω

(나는) 마무른다

ἐκδικάζεις

(너는) 마무른다

ἐκδικάζει

(그는) 마무른다

쌍수 ἐκδικάζετον

(너희 둘은) 마무른다

ἐκδικάζετον

(그 둘은) 마무른다

복수 ἐκδικάζομεν

(우리는) 마무른다

ἐκδικάζετε

(너희는) 마무른다

ἐκδικάζουσιν*

(그들은) 마무른다

접속법단수 ἐκδικάζω

(나는) 마무르자

ἐκδικάζῃς

(너는) 마무르자

ἐκδικάζῃ

(그는) 마무르자

쌍수 ἐκδικάζητον

(너희 둘은) 마무르자

ἐκδικάζητον

(그 둘은) 마무르자

복수 ἐκδικάζωμεν

(우리는) 마무르자

ἐκδικάζητε

(너희는) 마무르자

ἐκδικάζωσιν*

(그들은) 마무르자

기원법단수 ἐκδικάζοιμι

(나는) 마무르기를 (바라다)

ἐκδικάζοις

(너는) 마무르기를 (바라다)

ἐκδικάζοι

(그는) 마무르기를 (바라다)

쌍수 ἐκδικάζοιτον

(너희 둘은) 마무르기를 (바라다)

ἐκδικαζοίτην

(그 둘은) 마무르기를 (바라다)

복수 ἐκδικάζοιμεν

(우리는) 마무르기를 (바라다)

ἐκδικάζοιτε

(너희는) 마무르기를 (바라다)

ἐκδικάζοιεν

(그들은) 마무르기를 (바라다)

명령법단수 ἐκδίκαζε

(너는) 마물러라

ἐκδικαζέτω

(그는) 마물러라

쌍수 ἐκδικάζετον

(너희 둘은) 마물러라

ἐκδικαζέτων

(그 둘은) 마물러라

복수 ἐκδικάζετε

(너희는) 마물러라

ἐκδικαζόντων, ἐκδικαζέτωσαν

(그들은) 마물러라

부정사 ἐκδικάζειν

마무르는 것

분사 남성여성중성
ἐκδικαζων

ἐκδικαζοντος

ἐκδικαζουσα

ἐκδικαζουσης

ἐκδικαζον

ἐκδικαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκδικάζομαι

(나는) 마물러진다

ἐκδικάζει, ἐκδικάζῃ

(너는) 마물러진다

ἐκδικάζεται

(그는) 마물러진다

쌍수 ἐκδικάζεσθον

(너희 둘은) 마물러진다

ἐκδικάζεσθον

(그 둘은) 마물러진다

복수 ἐκδικαζόμεθα

(우리는) 마물러진다

ἐκδικάζεσθε

(너희는) 마물러진다

ἐκδικάζονται

(그들은) 마물러진다

접속법단수 ἐκδικάζωμαι

(나는) 마물러지자

ἐκδικάζῃ

(너는) 마물러지자

ἐκδικάζηται

(그는) 마물러지자

쌍수 ἐκδικάζησθον

(너희 둘은) 마물러지자

ἐκδικάζησθον

(그 둘은) 마물러지자

복수 ἐκδικαζώμεθα

(우리는) 마물러지자

ἐκδικάζησθε

(너희는) 마물러지자

ἐκδικάζωνται

(그들은) 마물러지자

기원법단수 ἐκδικαζοίμην

(나는) 마물러지기를 (바라다)

ἐκδικάζοιο

(너는) 마물러지기를 (바라다)

ἐκδικάζοιτο

(그는) 마물러지기를 (바라다)

쌍수 ἐκδικάζοισθον

(너희 둘은) 마물러지기를 (바라다)

ἐκδικαζοίσθην

(그 둘은) 마물러지기를 (바라다)

복수 ἐκδικαζοίμεθα

(우리는) 마물러지기를 (바라다)

ἐκδικάζοισθε

(너희는) 마물러지기를 (바라다)

ἐκδικάζοιντο

(그들은) 마물러지기를 (바라다)

명령법단수 ἐκδικάζου

(너는) 마물러져라

ἐκδικαζέσθω

(그는) 마물러져라

쌍수 ἐκδικάζεσθον

(너희 둘은) 마물러져라

ἐκδικαζέσθων

(그 둘은) 마물러져라

복수 ἐκδικάζεσθε

(너희는) 마물러져라

ἐκδικαζέσθων, ἐκδικαζέσθωσαν

(그들은) 마물러져라

부정사 ἐκδικάζεσθαι

마물러지는 것

분사 남성여성중성
ἐκδικαζομενος

ἐκδικαζομενου

ἐκδικαζομενη

ἐκδικαζομενης

ἐκδικαζομενον

ἐκδικαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκδικάσω

(나는) 마무르겠다

ἐκδικάσεις

(너는) 마무르겠다

ἐκδικάσει

(그는) 마무르겠다

쌍수 ἐκδικάσετον

(너희 둘은) 마무르겠다

ἐκδικάσετον

(그 둘은) 마무르겠다

복수 ἐκδικάσομεν

(우리는) 마무르겠다

ἐκδικάσετε

(너희는) 마무르겠다

ἐκδικάσουσιν*

(그들은) 마무르겠다

기원법단수 ἐκδικάσοιμι

(나는) 마무르겠기를 (바라다)

ἐκδικάσοις

(너는) 마무르겠기를 (바라다)

ἐκδικάσοι

(그는) 마무르겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκδικάσοιτον

(너희 둘은) 마무르겠기를 (바라다)

ἐκδικασοίτην

(그 둘은) 마무르겠기를 (바라다)

복수 ἐκδικάσοιμεν

(우리는) 마무르겠기를 (바라다)

ἐκδικάσοιτε

(너희는) 마무르겠기를 (바라다)

ἐκδικάσοιεν

(그들은) 마무르겠기를 (바라다)

부정사 ἐκδικάσειν

마무를 것

분사 남성여성중성
ἐκδικασων

ἐκδικασοντος

ἐκδικασουσα

ἐκδικασουσης

ἐκδικασον

ἐκδικασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκδικάσομαι

(나는) 마물러지겠다

ἐκδικάσει, ἐκδικάσῃ

(너는) 마물러지겠다

ἐκδικάσεται

(그는) 마물러지겠다

쌍수 ἐκδικάσεσθον

(너희 둘은) 마물러지겠다

ἐκδικάσεσθον

(그 둘은) 마물러지겠다

복수 ἐκδικασόμεθα

(우리는) 마물러지겠다

ἐκδικάσεσθε

(너희는) 마물러지겠다

ἐκδικάσονται

(그들은) 마물러지겠다

기원법단수 ἐκδικασοίμην

(나는) 마물러지겠기를 (바라다)

ἐκδικάσοιο

(너는) 마물러지겠기를 (바라다)

ἐκδικάσοιτο

(그는) 마물러지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκδικάσοισθον

(너희 둘은) 마물러지겠기를 (바라다)

ἐκδικασοίσθην

(그 둘은) 마물러지겠기를 (바라다)

복수 ἐκδικασοίμεθα

(우리는) 마물러지겠기를 (바라다)

ἐκδικάσοισθε

(너희는) 마물러지겠기를 (바라다)

ἐκδικάσοιντο

(그들은) 마물러지겠기를 (바라다)

부정사 ἐκδικάσεσθαι

마물러질 것

분사 남성여성중성
ἐκδικασομενος

ἐκδικασομενου

ἐκδικασομενη

ἐκδικασομενης

ἐκδικασομενον

ἐκδικασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεδίκαζον

(나는) 마무르고 있었다

ἐξεδίκαζες

(너는) 마무르고 있었다

ἐξεδίκαζεν*

(그는) 마무르고 있었다

쌍수 ἐξεδικάζετον

(너희 둘은) 마무르고 있었다

ἐξεδικαζέτην

(그 둘은) 마무르고 있었다

복수 ἐξεδικάζομεν

(우리는) 마무르고 있었다

ἐξεδικάζετε

(너희는) 마무르고 있었다

ἐξεδίκαζον

(그들은) 마무르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεδικαζόμην

(나는) 마물러지고 있었다

ἐξεδικάζου

(너는) 마물러지고 있었다

ἐξεδικάζετο

(그는) 마물러지고 있었다

쌍수 ἐξεδικάζεσθον

(너희 둘은) 마물러지고 있었다

ἐξεδικαζέσθην

(그 둘은) 마물러지고 있었다

복수 ἐξεδικαζόμεθα

(우리는) 마물러지고 있었다

ἐξεδικάζεσθε

(너희는) 마물러지고 있었다

ἐξεδικάζοντο

(그들은) 마물러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰσ ἐντὸσ εἴκοσιν γὰρ ἐκδικάζομεν. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Lyric-Scene, antistrophe 2 1:12)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Lyric-Scene, antistrophe 2 1:12)

유의어

  1. 복수하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION