헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαδιδράσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαδιδράσκω διαδράσομαι διέδραν διαδέδρακα

형태분석: δια (접두사) + διδράσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 탈출하다, 도망치다, 달아나다, 도망가다, 빠져나가다
  1. to run off, get away, escape, shirkers
  2. to run away from, escape from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδιδράσκω

(나는) 탈출한다

διαδιδράσκεις

(너는) 탈출한다

διαδιδράσκει

(그는) 탈출한다

쌍수 διαδιδράσκετον

(너희 둘은) 탈출한다

διαδιδράσκετον

(그 둘은) 탈출한다

복수 διαδιδράσκομεν

(우리는) 탈출한다

διαδιδράσκετε

(너희는) 탈출한다

διαδιδράσκουσιν*

(그들은) 탈출한다

접속법단수 διαδιδράσκω

(나는) 탈출하자

διαδιδράσκῃς

(너는) 탈출하자

διαδιδράσκῃ

(그는) 탈출하자

쌍수 διαδιδράσκητον

(너희 둘은) 탈출하자

διαδιδράσκητον

(그 둘은) 탈출하자

복수 διαδιδράσκωμεν

(우리는) 탈출하자

διαδιδράσκητε

(너희는) 탈출하자

διαδιδράσκωσιν*

(그들은) 탈출하자

기원법단수 διαδιδράσκοιμι

(나는) 탈출하기를 (바라다)

διαδιδράσκοις

(너는) 탈출하기를 (바라다)

διαδιδράσκοι

(그는) 탈출하기를 (바라다)

쌍수 διαδιδράσκοιτον

(너희 둘은) 탈출하기를 (바라다)

διαδιδρασκοίτην

(그 둘은) 탈출하기를 (바라다)

복수 διαδιδράσκοιμεν

(우리는) 탈출하기를 (바라다)

διαδιδράσκοιτε

(너희는) 탈출하기를 (바라다)

διαδιδράσκοιεν

(그들은) 탈출하기를 (바라다)

명령법단수 διαδίδρασκε

(너는) 탈출해라

διαδιδρασκέτω

(그는) 탈출해라

쌍수 διαδιδράσκετον

(너희 둘은) 탈출해라

διαδιδρασκέτων

(그 둘은) 탈출해라

복수 διαδιδράσκετε

(너희는) 탈출해라

διαδιδρασκόντων, διαδιδρασκέτωσαν

(그들은) 탈출해라

부정사 διαδιδράσκειν

탈출하는 것

분사 남성여성중성
διαδιδρασκων

διαδιδρασκοντος

διαδιδρασκουσα

διαδιδρασκουσης

διαδιδρασκον

διαδιδρασκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδιδράσκομαι

(나는) 탈출된다

διαδιδράσκει, διαδιδράσκῃ

(너는) 탈출된다

διαδιδράσκεται

(그는) 탈출된다

쌍수 διαδιδράσκεσθον

(너희 둘은) 탈출된다

διαδιδράσκεσθον

(그 둘은) 탈출된다

복수 διαδιδρασκόμεθα

(우리는) 탈출된다

διαδιδράσκεσθε

(너희는) 탈출된다

διαδιδράσκονται

(그들은) 탈출된다

접속법단수 διαδιδράσκωμαι

(나는) 탈출되자

διαδιδράσκῃ

(너는) 탈출되자

διαδιδράσκηται

(그는) 탈출되자

쌍수 διαδιδράσκησθον

(너희 둘은) 탈출되자

διαδιδράσκησθον

(그 둘은) 탈출되자

복수 διαδιδρασκώμεθα

(우리는) 탈출되자

διαδιδράσκησθε

(너희는) 탈출되자

διαδιδράσκωνται

(그들은) 탈출되자

기원법단수 διαδιδρασκοίμην

(나는) 탈출되기를 (바라다)

διαδιδράσκοιο

(너는) 탈출되기를 (바라다)

διαδιδράσκοιτο

(그는) 탈출되기를 (바라다)

쌍수 διαδιδράσκοισθον

(너희 둘은) 탈출되기를 (바라다)

διαδιδρασκοίσθην

(그 둘은) 탈출되기를 (바라다)

복수 διαδιδρασκοίμεθα

(우리는) 탈출되기를 (바라다)

διαδιδράσκοισθε

(너희는) 탈출되기를 (바라다)

διαδιδράσκοιντο

(그들은) 탈출되기를 (바라다)

명령법단수 διαδιδράσκου

(너는) 탈출되어라

διαδιδρασκέσθω

(그는) 탈출되어라

쌍수 διαδιδράσκεσθον

(너희 둘은) 탈출되어라

διαδιδρασκέσθων

(그 둘은) 탈출되어라

복수 διαδιδράσκεσθε

(너희는) 탈출되어라

διαδιδρασκέσθων, διαδιδρασκέσθωσαν

(그들은) 탈출되어라

부정사 διαδιδράσκεσθαι

탈출되는 것

분사 남성여성중성
διαδιδρασκομενος

διαδιδρασκομενου

διαδιδρασκομενη

διαδιδρασκομενης

διαδιδρασκομενον

διαδιδρασκομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδράσομαι

(나는) 탈출하겠다

διαδράσει, διαδράσῃ

(너는) 탈출하겠다

διαδράσεται

(그는) 탈출하겠다

쌍수 διαδράσεσθον

(너희 둘은) 탈출하겠다

διαδράσεσθον

(그 둘은) 탈출하겠다

복수 διαδρασόμεθα

(우리는) 탈출하겠다

διαδράσεσθε

(너희는) 탈출하겠다

διαδράσονται

(그들은) 탈출하겠다

기원법단수 διαδρασοίμην

(나는) 탈출하겠기를 (바라다)

διαδράσοιο

(너는) 탈출하겠기를 (바라다)

διαδράσοιτο

(그는) 탈출하겠기를 (바라다)

쌍수 διαδράσοισθον

(너희 둘은) 탈출하겠기를 (바라다)

διαδρασοίσθην

(그 둘은) 탈출하겠기를 (바라다)

복수 διαδρασοίμεθα

(우리는) 탈출하겠기를 (바라다)

διαδράσοισθε

(너희는) 탈출하겠기를 (바라다)

διαδράσοιντο

(그들은) 탈출하겠기를 (바라다)

부정사 διαδράσεσθαι

탈출할 것

분사 남성여성중성
διαδρασομενος

διαδρασομενου

διαδρασομενη

διαδρασομενης

διαδρασομενον

διαδρασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεδίδρασκον

(나는) 탈출하고 있었다

διεδίδρασκες

(너는) 탈출하고 있었다

διεδίδρασκεν*

(그는) 탈출하고 있었다

쌍수 διεδιδράσκετον

(너희 둘은) 탈출하고 있었다

διεδιδρασκέτην

(그 둘은) 탈출하고 있었다

복수 διεδιδράσκομεν

(우리는) 탈출하고 있었다

διεδιδράσκετε

(너희는) 탈출하고 있었다

διεδίδρασκον

(그들은) 탈출하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεδιδρασκόμην

(나는) 탈출되고 있었다

διεδιδράσκου

(너는) 탈출되고 있었다

διεδιδράσκετο

(그는) 탈출되고 있었다

쌍수 διεδιδράσκεσθον

(너희 둘은) 탈출되고 있었다

διεδιδρασκέσθην

(그 둘은) 탈출되고 있었다

복수 διεδιδρασκόμεθα

(우리는) 탈출되고 있었다

διεδιδράσκεσθε

(너희는) 탈출되고 있었다

διεδιδράσκοντο

(그들은) 탈출되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δειλανδροῦντεσ καὶ ἀπιστοῦντεσ τὴν τοῦ Θεοῦ δίκην διεδίδρασκον καὶ ἐξετόπιζον ἑαυτούσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 8:13)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 8:13)

  • Ὡσ ὀλισθηρὸσ εἶ, ὦ Ἑρμότιμε, καὶ διαδιδράσκεισ ἐκ τῶν χειρῶν. (Lucian, 120:1)

    (루키아노스, 120:1)

  • Κατὰ τοῦτον δὲ τὸν καιρὸν Ιοὖστοσ ὁ Πιστοῦ παῖσ λαθὼν ἐμὲ διαδιδράσκει πρὸσ τὸν βασιλέα. (Flavius Josephus, 460:1)

    (플라비우스 요세푸스, 460:1)

  • τοῦ δὲ ποταμοῦ παρὰ τὴν πόλιν παραρρέοντοσ ὑπονηχόμενοι διεδίδρασκον. (Plutarch, Brutus, chapter 30 4:2)

    (플루타르코스, Brutus, chapter 30 4:2)

  • καί τινα λόφον χαράδρᾳ βαθείᾳ τῶν περὶ τὰσ Ταμύνασ ἐπιπέδων ἀποκρυπτόμενον καταλαβών συνεῖχεν ἐν τούτῳ καί συνεκράτει τὸ μαχιμώτατον τῆσ δυνάμεωσ, τῶν δὲ ἀτάκτων καί λάλων καί πονηρῶν διαδιδρασκόντων ἐκ τοῦ στρατοπέδου καί ἀποχωρούντων ἐκέλευσεν ἀμελεῖν τοὺσ ἡγεμόνασ· (Plutarch, chapter 12 2:2)

    (플루타르코스, chapter 12 2:2)

유의어

  1. 탈출하다

  2. to run away from

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION