- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄλκη?

1군 변화 명사; 여성 동물 로마알파벳 전사: alkē 고전 발음: [알께:] 신약 발음: [알께]

기본형: ἄλκη ἄλκης

형태분석: ἀλκ (어간) + η (어미)

어원: ἄλαλκε

  1. 말코손바닥사슴, 사슴
  1. elk

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἄλκη

말코손바닥사슴이

ἄλκα

말코손바닥사슴들이

ἄλκαι

말코손바닥사슴들이

속격 ἄλκης

말코손바닥사슴의

ἄλκαιν

말코손바닥사슴들의

ἀλκῶν

말코손바닥사슴들의

여격 ἄλκῃ

말코손바닥사슴에게

ἄλκαιν

말코손바닥사슴들에게

ἄλκαις

말코손바닥사슴들에게

대격 ἄλκην

말코손바닥사슴을

ἄλκα

말코손바닥사슴들을

ἄλκας

말코손바닥사슴들을

호격 ἄλκη

말코손바닥사슴아

ἄλκα

말코손바닥사슴들아

ἄλκαι

말코손바닥사슴들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔστι δὲ ἄλκη καλούμενον θηρίον, εἶδος μὲν ἐλάφου καὶ καμήλου μεταξύ, γίνεται δὲ ἐν τῇ Κελτῶν γῇ. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 21 5:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 21 5:1)

  • πολλοὺς δὲ καὶ ἄλλους τῶν ἡρώων εἰπεῖν ἔχων τοῖς αὐτοῖς ἐγγεγυμνασμένους καὶ τέχνην τὸ πρᾶγμα πεποιημένους, ἱκανὸν ἡγοῦμαι τὸν Νεοπτόλεμον, Ἀχιλλέως μὲν παῖδα ὄντα, πάνυ δὲ διαπρέψαντα ἐν τῇ ὀρχηστικῇ καὶ εἶδος τὸ κάλλιστον αὐτῇ προστεθεικότα, Πυρρίχιον ἀπ αὐτοῦ κεκλημένον καὶ ὁ Ἀχιλλεύς, ταῦτα ὑπὲρ τοῦ παιδὸς πυνθανόμενος, μᾶλλον ἔχαιρεν, οἶμαι, ἢ ἐπὶ τῷ κάλλει καὶ τῇ ἄλλῃ ἀλκῇ αὐτοῦ. (Lucian, De saltatione, (no name) 9:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 9:1)

  • κακοῦ δ οὐκ ἔσσεται ἀλκή. (Hesiod, Works and Days, Book WD 22:18)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 22:18)

  • κακοῦ δ οὐ γίγνεται ἀλκὴ ἀνδράσιν, οἳ κείνῃσι συνάντωνται κατὰ πόντον: (Hesiod, Theogony, Book Th. 80:6)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 80:6)

  • καὶ οὔτε αὐτὸς ὁ Γλαῦκος ἠγανάκτησεν τοῖς ἐφόροις τῶν ἀθλητῶν θεοῖς ἀντεπαινούμενος, οὔτε ἐκεῖνοι ἠμύναντο ἢ τὸν Γλαῦκον ἢ τὸν ποιητὴν ὡς ἀσεβοῦντα περὶ τὸν ἔπαινον, ἀλλὰ εὐδοκίμουν ἄμφω καὶ ἐτιμῶντο ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων, ὁ μὲν ἐπὶ τῇ ἀλκῇ, ὁ Γλαῦκος, ὁ δὲ ποιητὴς ἐπί τε τοῖς ἄλλοις καὶ ἐπ αὐτῷ τούτῳ μάλιστα τῷ ᾄσματι. (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 19:14)

    (루키아노스, Pro imaginibus, (no name) 19:14)

  • ἀλλ ἐγγὺς ἀλκή: (Euripides, Phoenissae, episode9)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode9)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION